Ρήτρες μονομερούς ανανέωσης σύμβασης ποδοσφαιριστή
- Εύα Νατσίδου
- 18 Μαΐ
- διαβάστηκε 7 λεπτά
Έγινε ενημέρωση: 6 Ιουν

Η νομολογία του CAS με βάση τον ελληνικό αθλητικό νόμο και τους κανονισμούς της FIFA
1. Ορισμός
Η ρήτρα μονομερούς ανανέωσης αθλητικής σύμβασης ποδοσφαιριστή είναι η συμφωνία, με την οποία το ένα συμβαλλόμενο μέρος (κατά κανόνα η ομάδα) αποκτά το αποκλειστικό διαπλαστικό δικαίωμα να επιφέρει, με μονομερή απευθυντέα δήλωσή του προς το άλλο συμβαλλόμενο μέρος (κατά κανόνα τον ποδοσφαιριστή), την ανανέωση της σύμβασης. Η ρήτρα αυτή διαφοροποιείται εννοιολογικά από την ρήτρα ανάληψης υποχρέωσης ανανέωσης της σύμβασης υπό αίρεση, με την οποία δεν παρέχεται αποκλειστικό διαπλαστικό δικαίωμα και άρα δεν απονέμεται ουσιαστικό πλεονέκτημα της ομάδας εις βάρος του αμειβόμενου ή επαγγελματία ποδοσφαιριστή (CAS απόφαση της 28.9.2011, 2010/O/2132, σκ. 14-15).
2. Οριοθέτηση του ζητήματος
Η χρήση της ρήτρας μονομερούς ανανέωσης αθλητικής σύμβασης ποδοσφαιριστή αυξήθηκε στην πράξη ειδικά μετά την απόφαση Bosman (ΔΕΕ απόφαση της 15.12.1995, C-415/93), ώστε να αποκτήσουν κατά το δυνατόν οι ομάδες το πλεονέκτημα της διαχείρισης και ρύθμισης των όρων της σύμβασης με τον αμειβόμενο ή επαγγελματία ποδοσφαιριστή. Ο ποδοσφαιριστής από την άλλη, ειδικά όταν βρίσκεται στην αρχή της αθλητικής του πορείας, ενδεχομένως κρίνει την ρήτρα μονομερούς ανανέωσης ως κάτι θετικό για την εξέλιξή του, στο βαθμό που εξασφαλίζει την επαγγελματική του αποκατάσταση μέσα στο ταχύτατα μεταβαλλόμενο και άκρως ανταγωνιστικό περιβάλλον του ποδοσφαίρου. Ωστόσο, η εγκυρότητα μιας τέτοιας ρήτρας έχει αμφισβητηθεί εντόνως στη νομική θεωρία και νομολογία, λόγω της ανισότητας που δημιουργεί μεταξύ των συμβαλλομένων μερών, καθώς δεσμεύει ενδεχομένως υπέρμετρα την ελευθερία βούλησης του ποδοσφαιριστή, ενώ, στον αντίποδα, παρέχει στην ομάδα πιθανώς δυσανάλογα μεγάλη διαπραγματευτική ελευθερία στην ρύθμιση των επιμέρους συμβατικών όρων και στην εν γένει διαμόρφωση της σύμβασης και της έννομης σχέσης.
3. Εθνική νομοθεσία
Στην αρχική έκδοση του ν. 2725/1999, επιτρεπόταν ρητά με βάση το άρθρο 90 παρ. 3 η συνομολόγηση ρήτρας μονομερούς ανανέωσης της σύμβασης από τμήμα αμειβομένων αθλητών (ΤΑΑ) ή αθλητική ανώνυμη εταιρεία (ΑΑΕ), υπό την προϋπόθεση ότι η χρονική διάρκεια της αρχικής σύμβασης είναι μικρότερη από πέντε (5) χρόνια, ότι η συμφωνούμενη μονομερής ανανέωση αφορά το μέχρι τη συμπλήρωση της πενταετίας χρόνο και ότι καθορίζονται οι οικονομικοί όροι της ανανέωσης. Ωστόσο, από τη διατύπωση της διάταξης προέκυπταν αρκετά ερμηνευτικά ζητήματα ως προς το χρονικό περιθώριο, μέσα στο οποίο ένα ΤΑΑ ή μια ΑΑΕ θα δύναται να ασκήσει το δικαίωμα μονομερούς ανανέωσης και ως προς το εάν οι οικονομικοί όροι τις ανανέωσης θα πρέπει να είναι υποχρεωτικά ευμενέστεροι ή όχι για τον ποδοσφαιριστή. Στη συνέχεια, με τον ν. 3479/2006 αντικαταστάθηκε το άρθρο 90 για λόγους εναρμόνισης με το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των διεθνών αθλητικών ομοσπονδιών, όπως σημειώνεται στην αιτιολογική έκθεση του νόμου, και πλέον η παρ. 2 απαγορεύει ρητά, επί ποινή ακυρότητας, τη συνομολόγηση ρήτρας μονομερούς ανανέωσης σύμβασης ποδοσφαιριστή: «Η με οποιονδήποτε τρόπο ή συμφωνία μονομερής ανανέωση του συμβολαίου της προηγούμενης παραγράφου απαγορεύεται, τυχόν δε γινόμενη είναι απολύτως άκυρη και συνεπάγεται τις συνέπειες της παραγράφου 8 του άρθρου 88 του παρόντος».
4. Κανονισμοί FIFA - Νομολογία CAS
Η ευρεία χρήση της ρήτρας μονομερούς ανανέωσης σύμβασης από τις ομάδες σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η FIFA εξακολουθεί να μην έχει προχωρήσει σε κάποια ρητή ρύθμιση για την νομιμότητα ή μη της μονομερούς ανανέωσης, έχει καταστήσει την ρήτρα αυτή αμφιλεγόμενο ζήτημα στο πεδίο της συμβατικής σταθερότητας. Ο Κανονισμός Ιδιότητας και Μεταγραφών Ποδοσφαιριστών της FIFA (FIFA Regulations on the Status and Transfer of Players) εμπεριέχει κανόνες σχετικά με το καθεστώς απασχόλησης ποδοσφαιριστών, χωρίς πάντως να επιτρέπει ή να απαγορεύει ρητά τη συνομολόγηση ρήτρας ανανέωσης σύμβασης ούτε να εισάγει οποιεσδήποτε προϋποθέσεις βάσει των οποίων θα μπορούσε να συνομολογηθεί νόμιμα μια τέτοια ρήτρα (FIFA Commentary on the Regulations on the Status and Transfer of Players, 2023, σελ. 230).
Το Dispute Resolution Chamber (DRC) της FIFA κρίνει ότι η ρήτρα μονομερούς ανανέωσης δεν συμβαδίζει κατ’ αρχήν με τους κανονισμούς της FIFA και με τις αρχές του διεθνούς εργατικού δικαίου και σε ελάχιστες μόνο περιπτώσεις έχει αποφανθεί υπέρ της εγκυρότητάς της (F. de Weger, The Jurisprudence of the FIFA Dispute Resolution Chamber, 2016). Ως προς το εφαρμοστέο δίκαιο κατά την εκδίκαση των σχετικών υποθέσεων ενώπιον του CAS, καθοριστική σημασία, σύμφωνα με το άρθρο R58 Κώδικα CAS, όπως ισχύει σήμερα, έχει ιδίως εν προκειμένω, ελλείψει ρητών διατάξεων στους κανονισμούς της FIFA, το ελβετικό δίκαιο (δίκαιο της έδρας της FIFA), σύμφωνα με το οποίο για τα σχετικά ζητήματα εξετάζεται η πραγματική βούληση των μερών και αξιολογούνται οι συγκεκριμένες περιστάσεις κάθε περίπτωσης.
Ορόσημο στην κρίση για την νομιμότητα της ρήτρας μονομερούς ανανέωσης, αποτελεί η CAS απόφαση της 12.7.2006, 2005/A/983 & 2005/A/984, η οποία χαρακτηρίστηκε και ως η «υπόθεση Bosman» της Νότιας Αμερικής, καθώς για πρώτη φορά εισήχθησαν τα ουσιώδη εν προκειμένω «κριτήρια Portmann» ως μέρος μιας αναφοράς του καθηγητή W. Portmann για την Club Atlético Peñarol (T. Gunawardena, Unilateral extension options in football contracts: Are they valid and enforceable? 2022, Law in Sport). Σύμφωνα με την αναφορά αυτή, η ρήτρα μονομερούς ανανέωσης μπορεί να είναι έγκυρη σύμφωνα με το ελβετικό δίκαιο, εάν πληροί 5 κριτήρια: 1. η πιθανή μέγιστη συμβατική διάρκεια δεν είναι υπερβολικά εκτενής, 2. η ρήτρα μονομερούς ανανέωσης ενεργοποιηθεί εντός εύλογου χρονικού διαστήματος πριν από την λήξη της τρέχουσας σύμβασης που είναι σε ισχύ, 3. η αρχική σύμβαση ορίζει την αύξηση του μισθού στην περίπτωση ενεργοποίησης της ρήτρας, 4. το περιεχόμενο της σύμβασης δεν παρέχει υπερβολική εξουσία στο ένα συμβαλλόμενο μέρος εις βάρος του άλλου (με άλλη διατύπωση, η συνομολόγηση της ρήτρας δεν οδηγεί σε σημαντική διαπραγματευτική ανισορροπία ή καταδυνάστευση) και 5. η ρήτρα είναι σαφής και ορισμένη στην αρχική σύμβαση, ώστε ο ποδοσφαιριστής να έχει πλήρη γνώση και αντίληψη για το περιεχόμενο αυτής κατά την υπογραφή της σύμβασης. Στη συνέχεια με την CAS απόφαση της 4.3.2014, 2013/A/3260, προστέθηκαν ερμηνευτικά άλλα 2 κριτήρια: 1. Η διάρκεια της ανανέωσης του συμβολαίου να μην είναι δυσανάλογη σε σχέση με την διάρκεια της κύριας σύμβασης και 2. η μονομερής ανανέωση να περιορίζεται σε μία.
Σε κάθε περίπτωση, εισάγεται εν προκειμένω ένα κινητό σύστημα (για το κινητό σύστημα βλ. Π. Παπανικολάου, Μεθοδολογία του ιδιωτικού δικαίου και ερμηνεία των δικαιοπραξιών, 2000, αρ. 138 επ.), με την έννοια ότι το CAS απονέμει σε καθένα από τα κριτήρια Portmann διαφορετική σημασία και βαρύτητα και άλλοτε αρκείται στην ουσιώδη συνδρομή ή μη συνδρομή έστω και ενός μόνο κριτηρίου, ενώ άλλοτε αποζητά τη σωρευτική συνδρομή περισσότερων κριτηρίων (CAS απόφαση της 11.6.2021, 2020/A/7145). Ενδεικτικά, με την CAS απόφαση της 24.2.2025, 2024/A/10531, παρά το γεγονός ότι η μέγιστη διάρκεια της σύμβασης κρίθηκε ότι δεν ήταν ιδιαιτέρως εκτενής, προβλεπόταν δικαίωμα μονομερούς ανανέωσης για μόνο μία φορά και η ρήτρα ενεργοποιήθηκε σε σωστό χρόνο πριν από την λήξη της αρχικής σύμβασης, το CAS έκρινε εν τέλει άκυρη την ρήτρα, καθώς οι οικονομικοί όροι δεν ήταν ξεκάθαροι και η αύξηση της αμοιβής του ποδοσφαιριστή 5% ήταν πολύ μικρή. Πάντως, η υιοθέτηση των κριτηρίων αυτών δεν είναι ομόφωνα αποδεκτή (CAS απόφαση της 31.1.2007, 2006/A/1157, σκ. 16), ιδίως σε περίπτωση που κρίνεται ότι η ρήτρα μονομερούς ανανέωσης παρίσταται έστω με άλλη θεμελίωση (για άλλους λόγους, πέραν των κριτηρίων Portmann) αντίθετη προς το ελβετικό δίκαιο (CAS απόφαση της 19.1.2015, CAS 2014/A/3620, σκ. 59).
Το CAS εξετάζει ενδελεχώς την ρήτρα, ώστε να εξασφαλίσει ότι ο ποδοσφαιριστής δεν βρίσκεται εν τοις πράγμασι, κατά τη συνομολόγηση της ρήτρας, σε δεινότερη διαπραγματευτικά θέση ούτε καθίσταται όμηρος της επιθυμίας της ομάδας. Έτσι, έχει κριθεί έγκυρη και όχι υπερβολικά εκτενής η ρήτρα που προβλέπει μια μοναδική ανανέωση 2ετούς σύμβασης για 1 ακόμη έτος (CAS απόφαση της 11.6.2021, 2020/A/7145), η ρήτρα που προβλέπει μια μοναδική ανανέωση 1τούς σύμβασης για 2 ακόμη έτη (CAS απόφαση της 11.1.2016, 2014/A/3852, σκ. 86), η ρήτρα που προβλέπει μια μοναδική ανανέωση 3 ετών (CAS απόφαση της 4.3.2014, 2013/A/3260 σκ. 80) και η ρήτρα που προβλέπει ανανέωση 2 φορές αλλά η συνολική διάρκεια δεν υπερβαίνει συνολικά τα 5 έτη (CAS απόφαση της 10.10.2006, 2005/A/973, σκ.19).
Επιπλέον, σημαντικό είναι στη σύμβαση να προβλέπεται ο τρόπος με τον οποίο ενεργοποιείται η ρήτρα και αυτό να γίνεται σε εύλογο χρονικό διάστημα και πάντα πριν από την προβλεπόμενη λήξη της αρχικής σύμβασης, ώστε να μην αιφνιδιάζεται ο ποδοσφαιριστής και να μην έχει ανασφάλεια ως προς την επαγγελματική του πορεία (CAS απόφαση της 4.3.2014, 2013/A/3260, σκ.80). Έτσι, κρίθηκε η έγκυρη η ρήτρα που ενεργοποιήθηκε εντός προθεσμίας και μάλιστα 3 μήνες πριν από την λήξη της αρχικής σύμβασης (CAS απόφαση της 11.6.2021, 2020/A/7145) και η ρήτρα που ενεργοποιήθηκε 2 εβδομάδες πριν από την λήξη της τασσόμενης συμβατικής προθεσμίας για ενεργοποίησή της και μάλιστα ενώ ο ποδοσφαιριστής είχε ενεργή σύμβαση με την ομάδα (CAS απόφαση της 11.1.2016, 2014/A/3852, σκ. 86). Στον αντίποδα, έχει κριθεί άκυρη η ρήτρα μονομερούς ανανέωσης που επέτρεπε στην ομάδα να ανανεώσει την σύμβαση 5 ημέρες πριν από την λήξη της περιόδου των μεταγραφών, γεγονός που άφηνε στον ποδοσφαιριστή ελάχιστο χρόνο να βρει εναλλακτική λύση, εάν τελικά δεν ανανέωνε η ομάδα (CAS απόφαση της 20.5.2005, 2004/A/678, σκ.21)
Ένα ακόμη αρκετά κρίσιμο κριτήριο στην αξιολόγηση της ρήτρας μονομερούς ανανέωσης είναι εάν προβλέπει σημαντικά ευνοϊκότερους οικονομικούς όρους για τον ποδοσφαιριστή. Παρ’ όλα αυτά, θα πρέπει να εξετάζεται ο μισθός που θα έχει στην ομάδα που θα ανανεώσει και όχι ο μισθός και οι εν γένει έκτακτες παροχές (bonuses) που θα μπορούσε πιθανόν να εξασφαλίσει σε άλλη ομάδα, καθώς είναι άτοπο να συγκρίνονται ομάδες από διαφορετικές χώρες που συμμετέχουν σε διαφορετικά πρωταθλήματα (CAS απόφαση της 10.10.2006, 2005/A/973, σκ. 23). Με αυτόν τον τρόπο κρίθηκε έγκυρη η ρήτρα που προέβλεπε αύξηση 30% στο μισθό του ποδοσφαιριστή (CAS απόφαση της 11.6.2021, 2020/A/7145, CAS απόφαση της 4.3.2014, 2013/A/3260, σκ. 77), η ρήτρα που εξασφάλιζε τριπλάσιο μισθό στον ποδοσφαιριστή με δυνατότητα να γίνει και πενταπλάσιος από την αρχική αμοιβή του (CAS απόφαση της 11.1.2016, 2014/A/3852, σκ. 87) και η ρήτρα που προέβλεπε αύξηση στον μισθό και στα bonuses από 25% έως και 100% (CAS απόφαση της 10.10.2006, 2005/A/973, σκ. 20). Αντιθέτως, έχει κριθεί άκυρη η ρήτρα που δεν είχε ξεκάθαρους οικονομικούς όρους και συγκεκριμένα προέβλεπε μόνο 5% αύξηση αμοιβής και δεν ανέφερε τι προβλέπει για τα bonuses (CAS απόφαση της 24.2.2025, 2024/A/10531, σκ. 91-93) και η ρήτρα που δεν υπολόγιζε στο οικονομικό σκέλος την πιθανή αύξηση της αξίας του ποδοσφαιριστή (CAS απόφαση της 20.5.2005, 2004/A/678, σκ. 21).
Περαιτέρω, εξετάζεται και κατά πόσο είναι σαφής η διατύπωση της ρήτρας στη σύμβαση και σε ποιο βαθμό γίνεται κατανοητή από τον ποδοσφαιριστή, ώστε να μη βρεθεί σε κατώτερη διαπραγματευτική θέση από την ομάδα και να έχει πλήρη αντίληψη των υποχρεώσεων που αναλαμβάνει κατά την υπογραφή της σύμβασης, ειδικά όταν αποδεδειγμένα είναι παρών στις διαπραγματεύσεις και διαμεσολαβητής (CAS απόφαση της 11.6.2021, 2020/A/7145, CAS απόφαση της 4.3.2014, 2013/A/3260, σκ. 63). Αξίζει να σημειωθεί ότι το CAS έχει δεχθεί ως έγκυρη την ρήτρα μονομερούς ανανέωσης σύμβασης, παρά το γεγονός ότι αυτή είχε συνταχθεί σε γλώσσα που δεν γνώριζε ο ποδοσφαιριστής, στον βαθμό που πάντως ο ίδιος συνέχισε ακόμη και μετά την λήξη της αρχικής σύμβασης να προπονείται με την ομάδα και να αποδέχεται τις πληρωμές με βάση την ανανέωση, συνομολογώντας έτσι αυτήν (CAS απόφαση της 22.8.2014, 2013/A/3375, σκ. 86). Αντιθέτως, έχει κριθεί άκυρη ρήτρα που δεν είχε συνταχθεί με σαφήνεια, σε βαθμό που ο ποδοσφαιριστής να μην αντιλαμβάνεται εν τέλει ότι συνομολογεί τέτοια ρήτρα (CAS απόφαση της 5.12.2005, 2005/A/906).
Σε κάθε περίπτωση, το CAS, λαμβάνοντας υπόψη τη σημασία της αρχής pacta sunt servanda και της εν γένει συμβατικής σταθερότητας, αξιολογεί και την συμπεριφορά του ποδοσφαιριστή πριν και μετά την ενεργοποίηση της κρινόμενης ρήτρας, ώστε να ελέγξει και να διαγνώσει τυχόν κακόπιστη συμπεριφορά του που γίνεται με σκοπό να αποφύγει τις συμβατικές του υποχρεώσεις (CAS απόφαση της 10.10.2006, 2005/A/973, σκ. 27-28).