top of page

Αντισυνταγματικότητα ορίου θητειών μελών Διοικητικού Συμβουλίου αθλητικής ομοσπονδίας

  • Εικόνα συγγραφέα: Μάγδα Ζιόνγκα
    Μάγδα Ζιόνγκα
  • 24 Μαρ
  • διαβάστηκε 38 λεπτά

Έγινε ενημέρωση: 6 Απρ






Ιταλικό Συνταγματικό Δικαστήριο 184/2023


ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΠ’ ΑΡΙΘ. 184

ΕΤΟΣ 2023


ΙΤΑΛΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΣΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΙΤΑΛΙΚΟΥ ΛΑΟΥ


ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ


...


έκρινε ως εξής


ΑΠΟΦΑΣΗ


σε κρίσεις για τη συνταγματική νομιμότητα του άρθρ. 16, παράγραφος 2, του νομοθετικού διατάγματος της 23ης Ιουλίου 1999, υπ’ αριθ. 242 (Αναδιοργάνωση της Ιταλικής Εθνικής Ολυμπιακής Επιτροπής - ΙΕΟΕ - CONI, σύμφωνα με το άρθρο 11 του νόμου της 15ης Μαρτίου 1997, υπ’ αριθ. 59), όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρ. 2, παράγραφος 1, του νόμου της 11ης Ιανουαρίου 2018, υπ’ αριθ. 8, που εισάγει «Τροποποιήσεις στο νομοθετικό διάταγμα της 23ης Ιουλίου 1999, υπ’ αριθ. 242, σχετικά με τα όρια στην ανανέωση των εντολών των οργάνων της Ιταλικής Εθνικής Ολυμπιακής Επιτροπής (ΙΕΟΕ-CONI) και των εθνικών αθλητικών ομοσπονδιών, και στο νομοθετικό διάταγμα της 27ης Φεβρουαρίου 2017, υπ’ αριθ. 43, σχετικά με τα όρια στην ανανέωση θητειών στην Ιταλική Παραολυμπιακή Επιτροπή (ΙΠΕ-CIP), στις παραολυμπιακές αθλητικές ομοσπονδίες, σε παραολυμπιακούς αθλητικούς κλάδους και σε φορείς προώθησης παραολυμπιακών αθλημάτων», και του άρθρ. 6, παράγραφοι 1 και 2 του ν. 8 του 2018, που ασκήθηκε από το Περιφερειακό Διοικητικό Δικαστήριο του Λάτσιο, πρώτο τμήμα, με δύο μη οριστικές αποφάσεις της 30ης Δεκεμβρίου 2022, οι οποίες καταχωρήθηκαν, αντίστοιχα, στους αριθμούς 23 και 30 του μητρώου αποφάσεων 2023 και δημοσιεύτηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας με αριθμούς 10 και 12, πρώτη ειδική σειρά, του έτους 2023.

Λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις προσφυγές των R.P., C.C. και της Ιταλικής Ομοσπονδίας Αντισφαίρισης και Υαλοσφαίρισης (ΙΟΑΥ-FITP), καθώς και τις παρεμβάσεις του Προέδρου του Υπουργικού Συμβουλίου·

Αφού άκουσε την εισηγήτρια δικαστή Daria de Pretis στη δημόσια ακρόαση στις 5 Ιουλίου 2023·

Αφού άκουσε τους συνηγόρους Andrea Panzarola και Claudia Pezzi για τους R.P. και C.C., Massimo Luciani για την ΙΟΑΥ-FITP και τον νομικό σύμβουλο του Κράτους Ruggero Di Martino για τον Πρόεδρο του Υπουργικού Συμβουλίου·

Αφού συνεδρίασε στην αίθουσα του συμβουλίου στις 5 Ιουλίου 2023.


Έκρινε τα πραγματικά γεγονότα


1.- Το Περιφερειακό Διοικητικό Δικαστήριο του Λάτσιο, πρώτο τμήμα, με τη μη οριστική απόφαση της 30ης Δεκεμβρίου 2022, που καταχωρήθηκε υπ’ αριθ. 23 στο μητρώο αποφάσεων 2023, εγείρει ζητήματα συνταγματικής νομιμότητας του άρθρ. 16, παράγραφος 2 του νομοθετικού διατάγματος της 23ης Ιουλίου 1999, υπ’ αριθ. 242 (Αναδιοργάνωση της Ιταλικής Εθνικής Ολυμπιακής Επιτροπής - ΙΕΟΕ-CONI, σύμφωνα με το άρθρο 11 του νόμου της 15ης Μαρτίου 1997, υπ’ αριθ. 59), όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρ. 2, παράγραφος 1, του νόμου της 11ης Ιανουαρίου 2018, υπ’ αριθ. 8, για τις «Τροποποιήσεις στο νομοθετικό διάταγμα της 23ης Ιουλίου 1999, υπ’ αριθ. 242, σχετικά με τα όρια στην ανανέωση των εντολών των οργάνων της Ιταλικής Εθνικής Ολυμπιακής Επιτροπής (ΙΕΟΕ-CONI) και των εθνικών αθλητικών ομοσπονδιών, και στο νομοθετικό διάταγμα της 27ης Φεβρουαρίου 2017, υπ’ αριθ. 43, σχετικά με τα όρια στην ανανέωση θητειών στην Ιταλική Παραολυμπιακή Επιτροπή (ΙΠΕ-CIP), στις παραολυμπιακές αθλητικές ομοσπονδίες, σε παραολυμπιακούς αθλητικούς κλάδους και σε φορείς προώθησης παραολυμπιακών αθλημάτων», και του άρθρ. 6, παράγραφοι 1 και 2 του ίδιου νόμου υπ’ αριθ. 8 του 2018, «κατά το μέρος στο οποίο αποκλείει/ουν τα μέλη της Ιταλικής Ομοσπονδίας Αντισφαίρισης από τη δυνατότητα να υποβάλουν υποψηφιότητα για τα όργανα διοίκησης εφόσον έχουν ήδη εκτίσει τρεις αιρετές θητείες», για παραβίαση των άρθρων 2, 3, 18, 41, 42, 48 και 117 πρώτη παράγραφος του Συντάγματος, το τελευταίο σε σχέση με το άρθρ. 11 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και το άρθρ. 12 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Το παραπέμπον δικαστήριο αναφέρει ότι ο R.P., προσφεύγων στην δίκη του προδικαστικού ζητήματος, έχει εκτίσει επτά διαδοχικές θητείες στην Περιφερειακή Επιτροπή της Τοσκάνης της Ιταλικής Ομοσπονδίας Αντισφαίρισης (νυν Ιταλική Ομοσπονδία Αντισφαίρισης και Υαλοσφαίρισης - ΙΟΑΥ-FITP), από το 1981 έως το 2008, και ότι ο Πρόεδρος της ίδιας Επιτροπής, με ανακοίνωση της 9ης Δεκεμβρίου 2020, απέρριψε την υποψηφιότητά του για τη θέση του συμβούλου της Επιτροπής, λόγω υπέρβασης του ανώτατου ορίου των τριών θητειών, σύμφωνα με το άρθρ. 54, παράγραφος 2, του καταστατικού της ΙΟΑΥ-FITP και το άρθρ. 1.1.4 του εσωτερικού κανονισμού της ΙΟΑΥ-FITP, όπως έχει τροποποιηθεί με βάση το άρθρ. 16, παράγραφος 2, του νομοθετικού διατάγματος υπ’ αριθ. 242 του 1999. Η διάταξη αυτή προέβλεπε (στο κείμενο που ίσχυε τότε, αφού, όπως θα φανεί ειδικότερα κατωτέρω, έχει τροποποιηθεί κατά τη διάρκεια της παρούσας συνταγματικής δίκης με τον νόμο της 10ης Αυγούστου 2023, υπ’ αριθ. 112, που μετέτρεψε το νομοθετικό διάταγμα σε νόμο της 22ας Ιουνίου 2023, υπ’ αριθ. 75, που εισάγει «Επείγουσες διατάξεις σχετικά με την οργάνωση της δημόσιας διοίκησης, τη γεωργία, τον αθλητισμό, την εργασία και για τη διοργάνωση του Ιωβηλαίου της Καθολικής Εκκλησίας για το έτος 2025»), αναφορικά με τις εθνικές αθλητικές ομοσπονδίες και τις αθλητικές ενώσεις (ΑΕ-DSA), ότι «[ο] πρόεδρος και τα μέλη των οργάνων διοίκησης ασκούν τα καθήκοντά τους για τέσσερα χρόνια και δεν μπορούν να εκτίσουν περισσότερες από τρεις θητείες» (δεύτερο εδάφιο) και, στο τελευταίο εδάφιο, ότι «[η] αρχή που αναφέρεται στην παρούσα παράγραφο εφαρμόζεται και για τους φορείς προώθησης του αθλητισμού, καθώς και στους προέδρους και τα μέλη των οργάνων διοίκησης των τοπικών δομών των εθνικών αθλητικών ομοσπονδιών και αθλητικών ενώσεων».

Ο R.P. προσέβαλε αρχικά την απόρριψη της υποψηφιότητάς του ενώπιον του Ομοσπονδιακού Εφετείου κατά της ΙΟΑΥ-FITP, και κατά της απόφασης της 18ης Δεκεμβρίου 2020, υπ’ αριθ. 7, έχει υποβάλει προσφυγή στο Συμβούλιο Εγγύησης του αθλητισμού της ΕΙΟΑ-CONI, σύμφωνα με το άρθρ. 59 του κώδικα αθλητικής δικαιοσύνης και του άρθρ. 12-α του καταστατικού της ΕΙΟΑ-CONI, όπως τροποποιήθηκε από το Εθνικό Συμβούλιο με ψήφισμα της 9ης Μαρτίου 2022, υπ’ αριθ. 1707, και εγκρίθηκε με διάταγμα της 19ης Ιουλίου 2022. Κατά των αποφάσεων με τις οποίες το Συμβούλιο Εγγύησης απέρριψε την προσφυγή (της 27ης Απριλίου 2021, υπ’ αριθ. 557, που εισάγει μόνο το διατακτικό, και της 5ης Αυγούστου 2021, υπ’ αριθ. 63 που εισάγει το αιτιολογικό), ο R.P. άσκησε δικαστική προσφυγή ενώπιον του Περιφερειακού Διοικητικού Δικαστηρίου του Λάτσιο (κατά της πρώτης) και πρόσθετους λόγους (κατά της δεύτερης).

Το παραπέμπον δικαστήριο, καταρχάς, κρίνει αβάσιμους τους δύο πρώτους λόγους έφεσης (που αναφέρονται στους πρόσθετους λόγους): ο πρώτος που αφορά στην παράλειψη του Συμβουλίου Εγγύησης να μην εφαρμόσει το άρθρ. 54, παράγραφος 2, του καταστατικού της ΙΟΑΥ-FITP και, ως εκ τούτου, του άρθρ. 16, παράγραφος 2, του νομοθετικού διατάγματος υπ’ αριθ. 242 του 1999, για φερόμενη σύγκρουση με το άρθρ. 11 ΕΣΔΑ και με το άρθρ. 12 ΧΘΔΕΕ· ο δεύτερος που αφορά στην παράλειψη άσκησης προσφυγής περί συνταγματικής νομιμότητας (σχετικά με το άρθρ. 16, παράγραφος 2, του νομοθετικού διατάγματος υπ’ αριθ. 242 του 1999) από το Συμβούλιο Εγγύησης.

Κατά δεύτερον, το παραπέμπον δικαστήριο διευκρινίζει ότι θεωρεί προτιμότερο «να ακολουθήσει το μονοπάτι του εσωτερικού ατυχήματος της συνταγματικότητας και όχι της παραπομπής για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως στο ΔΕΕ», λόγω της επικράτησης της συνταγματικής άποψης, σε σύγκριση με την «ευρωενωτική», αφού οι προσβαλλόμενες διατάξεις δεν βλάπτουν μόνο την ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι (άρθρ. 11 ΕΣΔΑ, άρθρ.12 ΧΘΔΕΕ και άρθρ. 18 Συντ.) αλλά μια «πολύ ευρύτερη» σειρά από συνταγματικές αρχές, που περιέχονται στα άρθρ. 2, 3, 41, 42 και 48 Συντ. Επιπλέον, το παραπέμπον δικαστήριο παρατηρεί ότι η ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι που εγγυάται από τα άρθρ. 11 ΕΣΔΑ και 12 ΧΘΔΕΕ δεν διαφέρει από την προβλεπόμενη στο άρθρ. 18 Συντ., και αυτό θα αποτελούσε έναν επιπλέον λόγο προτίμησης για την κρίση της συνταγματικής νομιμότητας, η οποία θα επέτρεπε (εάν γίνει αποδεκτή) την οριστική διαγραφή του υπό κρίση νόμου από το νομικό σύστημα: κάτι που δεν επιτρέπεται στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

1.1.- Το παραπέμπον δικαστήριο εκθέτει καταρχάς τη συνάφεια των θεμάτων που σχετίζονται με το άρθρ. 16, παράγραφος 2, του νομοθετικού διατάγματος υπ’ αριθ. 242 του 1999 και το άρθρ. 6, παράγραφοι 1 και 2, του νόμου υπ’ αριθ. 8 του 2018.

Το προαναφερθέν άρθρ. 16, παράγραφος 2 (όπως τροποποιήθηκε με το άρθρ. 2, παράγραφος 1, του νόμου υπ’ αριθ. 8 του 2018), προβλέπει (πριν τον προαναφερθέντα νόμο υπ’ αριθ. 112 του 2023) τα ακόλουθα: «Τα καταστατικά των εθνικών αθλητικών ομοσπονδιών και των αθλητικών ενώσεων προβλέπουν τις διαδικασίες για την εκλογή του προέδρου και των μελών των οργάνων διοίκησης, προάγοντας τις ίσες ευκαιρίες μεταξύ γυναικών και ανδρών. Ο πρόεδρος και τα μέλη των οργάνων διοίκησης ασκούν εξουσία για τέσσερα χρόνια και δεν μπορούν να εκτίουν περισσότερες από τρεις θητείες. Εάν τα καταστατικά προβλέπουν εκπροσώπηση με αντιπρόσωπο, η ΙΕΟΕ-CONI, προκειμένου να διασφαλιστεί η ευρύτερη συμμετοχή στην ολομέλεια, θεσπίζει, με δική της διάταξη, τις γενικές αρχές για την άσκηση του εκλογικού δικαιώματος για την εκπροσώπηση στην ολομέλεια προκειμένου, ειδικότερα, να περιοριστούν οι συγκεντρώσεις ψήφων μέσω της μείωσης του αριθμού των ψήφων που μπορούν να δοθούν, αλλά όχι σε αριθμό μεγαλύτερο από πέντε. Εάν οι εθνικές αθλητικές ομοσπονδίες και οι αθλητικές ενώσεις δεν εναρμονίσουν τα καταστατικά τους με τις προαναφερθείσες διατάξεις, η ΙΕΟΕ-CONI, κατόπιν προειδοποίησης, διορίζει επίσημο επίτροπο που θα αναλαμβάνει δράση εντός εξήντα ημερών από την ημερομηνία του διορισμού του. Τα καταστατικά των εθνικών αθλητικών ομοσπονδιών και των αθλητικών ενώσεων ενδέχεται να προβλέπουν έναν μικρότερο αριθμό θητειών από το όριο που καθορίζεται στην παρούσα παράγραφο, με την επιφύλαξη των επιπτώσεων των ισχυουσών μεταβατικών διατάξεων. Η αρχή που αναφέρεται στην παρούσα παράγραφο εφαρμόζεται και για τους φορείς προώθησης του αθλητισμού, καθώς και στους προέδρους και τα μέλη των οργάνων διοίκησης των τοπικών δομών των εθνικών αθλητικών ομοσπονδιών και αθλητικών ενώσεων».

Οι λοιπές προσβαλλόμενες διατάξεις (παρ. 1 και 2 του άρθρ. 6 του νόμου υπ’ αριθ. 8 του 2018) ορίζουν ως ακολούθως: «1. Εντός τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος νόμου, η Ιταλική Εθνική Ολυμπιακή Επιτροπή (ΙΕΟΕ-CONI) εναρμονίζει το καταστατικό της με τις διατάξεις του άρθρ. 3, παράγραφος 2, του νομοθετικού διατάγματος της 23ης Ιουλίου 1999, υπ’ αριθ. 242, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του παρόντος νόμου. Μέσα στην ίδια προθεσμία, η ΙΕΟΕ-CONI υιοθετεί τη διάταξη που αναφέρεται στο άρθρο 16, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, του νομοθετικού διατάγματος υπ’ αριθ. 242 του 1999, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του παρόντος νόμου. 2. Εντός έξι μηνών από την ημερομηνία έγκρισης των καταστατικών αλλαγών της ΙΕΟΕ-CONI, οι εθνικές αθλητικές ομοσπονδίες και οι αθλητικές ενώσεις, καθώς και οι φορείς προώθησης του αθλητισμού, εναρμονίζουν το καταστατικό τους προς τις διατάξεις του άρθρου 16, παράγραφος 2, του νομοθετικού διατάγματος της 23ης Ιουλίου 1999, υπ’ αριθ. 242, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του παρόντος νόμου».

Το παραπέμπον δικαστήριο αναφέρει ότι, λόγω της παράλειψης εναρμόνισης του καταστατικού της ΙΟΑΥ-FITP, η ΙΕΟΕ-CONI διόρισε έναν επίσημο επίτροπο, σύμφωνα με το προαναφερθέν άρθρ. 16, παράγραφος 2, του νομοθετικού διατάγματος υπ’ αριθ. 242 του 1999. Ο επίτροπος, με διάταγμα της 20ης Ιουνίου 2019, τροποποίησε το άρθρ. 54, παράγραφος 2, του καταστατικού της ΙΟΑΥ-FITP ως ακολούθως: «Ο ομοσπονδιακός πρόεδρος, οι περιφερειακοί και επαρχιακοί πρόεδροι, τα μέλη του ομοσπονδιακού συμβουλίου και των περιφερειακών και επαρχιακών συμβουλίων της ΙΟΑΥ-FITP δεν μπορούν να εκτίουν περισσότερες από τρεις θητείες». Σύμφωνα το παραπέμπον δικαστήριο, ως εκ τούτου, το άρθρ. 54, παράγραφος 2, του καταστατικού της ΙΟΑΥ-FITP θα αποτελούσε «μια σαφή και αυτολεξεί εφαρμογή της διάταξης που περιέχεται στο πρωτογενές δίκαιο» (άρθρ. 16, παρ. 2, του νομοθετικού διατάγματος υπ’ αριθ. 242 του 1999), με την συνέπεια ότι ο έλεγχος της συνταγματικής νομιμότητας θα αφορούσε «άμεσα» αυτό το τελευταίο [πρωτογενές δίκαιο].

Το παραπέμπον δικαστήριο διευκρινίζει επίσης ότι θεωρεί αδύνατο να υπερνικηθεί η αμφιβολία περί συνταγματικής νομιμότητας μέσω του άρθρ. 6, παράγραφος 4, του νόμου υπ’ αριθ. 8 του 2018, σύμφωνα με το οποίο «[οι] πρόεδροι και τα μέλη των εθνικών και τοπικών οργάνων διοίκησης των εθνικών αθλητικών ομοσπονδιών, των αθλητικών ενώσεων και των φορέων προώθησης του αθλητισμού που ασκούν εξουσία κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος νόμου και έχουν ήδη συμπληρώσει το όριο που αναφέρεται στο άρθρο 16 παράγραφος 2, β’ εδάφιο του νομοθετικού διατάγματος της 23ης Ιουλίου 1999, υπ’ αριθ. 242, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του παρόντος νόμου, μπορούν να εκτίσουν, εφόσον εκλεχθούν, μια τελευταία θητεία. Στην περίπτωση που αναφέρεται στο προηγούμενο εδάφιο, η υποψηφιότητα του απερχόμενου προέδρου εγκρίνεται εάν συγκεντρώσει την πλειοψηφία τουλάχιστον του 55 τοις εκατό των ψηφοφόρων». Κατά τη γνώμη του δικαστή, στην πραγματικότητα, μια «απλή ανάγνωση» αυτού του μεταβατικού κανόνα θα απέκλειε τη δυνατότητα εφαρμογής του σε όσους είχαν ολοκληρώσει τη θητεία τους πριν από την έναρξη ισχύος του νόμου υπ’ αριθ. 8 του 2018.

1.2.- Ως προς το μη πρόδηλα αβάσιμο, το παραπέμπον δικαστήριο εστιάζει πρώτα απ' όλα στη νομική φύση της ΙΟΑΥ-FITP, η οποία χαρακτηρίζεται ως νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, βάσει του άρθρ. 15, παράγραφος 2, του νομοθετικού διατάγματος υπ’ αριθ. 242 του 1999 («Οι εθνικές αθλητικές ομοσπονδίες και οι αθλητικές ενώσεις έχουν τη φύση ένωσης προσώπων με νομική προσωπικότητα ιδιωτικού δικαίου») και της απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας, τμήμα πέμπτο, της 15ης Ιουλίου 2021, υπ’ αριθ. 5348.

Στη συνέχεια παρατηρεί ότι η προσβαλλόμενη διάταξη «καθιστά οριστικά απαγορευμένη τη δυνατότητα συμμετοχής του ενδιαφερομένου στα όργανα διοίκησης της ΙΟΑΥ-FITP», εμποδίζοντάς τον να συμμετάσχει σε δραστηριότητες διαχείρισης και διοίκησης του σωματείου. Ο εν λόγω κανόνας βρίσκεται σε αντίθεση με τα άρθρ. 2, 3 και 18 Σ, προβλέποντας μέτρο δυσανάλογο και μη εύλογο σε σχέση με τον σκοπό που είχε θέσει ο νομοθέτης, «ειδικά αν αφορά την επιρροή πάνω σε ένα νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου που συμβάλλει στην ανάπτυξη της προσωπικότητας του ατόμου μέσα σε έναν κοινωνικό σχηματισμό όπως η αθλητική ομοσπονδία».

Το παραπέμπον δικαστήριο αναγνωρίζει ότι το σκεπτικό του άρθρ. 16, παράγραφος 2, του νομοθετικού διατάγματος υπ’ αριθ. 242 του 1999 συνίσταται «στην αποφυγή «προνομίων λόγω θέσης» από την πλευρά αυτών που προΐστανται στα όργανα διοίκησης των Ομοσπονδιών, ώστε να ενθαρρυνθεί μια εσωτερική εναλλαγή στα όργανα εκπροσώπησης, με στόχο την προώθηση της μεγαλύτερης συμμετοχής στα κοινά». Η «οριστική αδυναμία υποβολής υποψηφιότητας» που απορρέει από την προσβαλλόμενη διάταξη δεν πληροί, ωστόσο, το κριτήριο της αναλογικότητας, καθώς το επιλεγμένο μέτρο δεν είναι το «λιγότερο περιοριστικό των δικαιωμάτων» μεταξύ των δυνατών. Αυτό το «περιοριστικό και οριστικό» μέτρο καθορίζει έναν σχετικό περιορισμό της ελευθερίας του συνεταιρίζεσθαι του ατόμου, το οποίο, με δυσανάλογο και μη εύλογο τρόπο, αποκλείεται οριστικά από την ενεργό ζωή του οικείου σωματείου». Επιπλέον, ο υπό κρίση κανόνας δυσχεραίνει την εύρεση υποψηφίων για να κατέχουν αιρετές θέσεις, με επακόλουθο κίνδυνο την ίδια τη λειτουργία του σωματείου. Αυτό θα οδηγούσε σε παραβίαση του άρθρ. 3 Σ, «κατά κύριο λόγο αν συγκριθεί με τα προαναφερθέντα άρθρ. 2 και 18 Σ (και, επομένως, και στο άρθρο 117, παράγραφος 1 Σ με αναφορά στο άρθρ. 11 ΕΣΔΑ, και άρθρ. 12 του Χάρτη της Νίκαιας)».

Το παραπέμπον δικαστήριο παρατηρεί ότι, στις περισσότερες περιπτώσεις, οι κανόνες που περιορίζουν τις θητείες (ακόμα και εντός των δημόσιων οργανισμών) κάνουν λόγο για θητείες που εκτίονται διαδοχικά, αλλά δεν αναστέλλουν ουδέποτε οριστικά το δικαίωμα εκλέγεσθαι των ενδιαφερομένων (μνημονεύεται η απόφαση υπ’ αριθ. 173 του 2019 του παρόντος Δικαστηρίου). Μια απαγόρευση διαδοχικών θητειών θα ήταν αρκετή για να επιτευχθεί μια φυσιολογική εσωτερική εναλλαγή στο όργανο, για να αποφευχθεί ο κίνδυνος «αποκρυστάλλωσης της εκπροσώπησης» και να εγγυηθεί προϋποθέσεις ισότητας για την πρόσβαση σε αιρετές θέσεις. Αυτό θα πρέπει να ισχύει ακόμη περισσότερο για νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, δεδομένου ότι, βάσει των άρθρ. 41 και 42 Συντ., οι περιορισμοί στην ελευθερία της ιδιωτικής πρωτοβουλίας δεν θα πρέπει ποτέ να «έχουν ως αποτέλεσμα την αυθαιρεσία και την ασυνέπεια» των μέτρων που λαμβάνονται για τη διασφάλιση της κοινωνικής ωφέλειας.

Το μέτρο που εισήχθη είναι επομένως δυσανάλογο, διότι θα μπορούσε ο ίδιος σκοπός να επιτευχθεί με μη οριστικά μέτρα.

Η προσβαλλόμενη διάταξη παραβιάζει έτσι τα άρθρ. 2 και 48 Σ στο μέτρο που περιορίζει το δικαίωμα εκλέγεσθαι, με απαράβατο χαρακτήρα μέσα σε μια ιδιωτική οντότητα στην οποία εκφράζεται η προσωπικότητα.

1.3.- Το παραπέμπον δικαστήριο διευκρινίζει ότι «δεν προβλέπεται άμεσα και κατ’ αρχήν μια πρόσθετη παρέμβαση» από το Δικαστήριο αυτό «αναφορικά με το στοιχείο της «διαδοχικότητας» των θητειών». Εφόσον -στην προκειμένη περίπτωση- πρόκειται για οντότητα με νομική προσωπικότητα ιδιωτικού δικαίου, αυτό το ίδιο Δικαστήριο θα πρέπει να «αξιολογήσει ποιο είναι το όριο που μπορεί να επιβληθεί στον νομοθέτη ώστε να μπορέσει να επηρεάσει το δικαίωμα εκλέγεσθαι ενός μέλους ιδιωτικού σωματείου, στο βαθμό που αυτό ασκεί καθήκοντα σε έναν τομέα (όπως ο αθλητισμός) ορισμένης σημασίας από άποψης της δημόσιας ζωής».

1.4.- Με πράξη που κατατέθηκε στις 27 Μαρτίου 2023, εμφανίστηκε ενώπιον του δικαστηρίου ο R.P., προσφεύγων στη δίκη του προδικαστικού ζητήματος.

Ο διάδικος εστιάζει στη συνάφεια του ζητήματος που τίθεται και ειδικότερα σε σχέση με τη μη πρόδηλη αβασιμότητά του, ως προς τη νομική φύση της ΙΟΑΥ-FITP, επιβεβαιώνοντας ότι είναι ιδιωτικό σωματείο. Προς στήριξη αυτής της υπόθεσης, παρατηρεί, μεταξύ άλλων, ότι η ΙΟΑΥ-FITP δεν περιλαμβάνεται στον κατάλογο των φορέων δημόσιας διοίκησης που καταρτίστηκε από το Εθνικό Ινστιτούτο Στατιστικής (ISTAT), επικαλείται αποφάσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου που έχουν καταδικάσει την παράνομη ένταξη ορισμένων αθλητικών ομοσπονδιών σε αυτόν τον κατάλογο και υπενθυμίζει το ψήφισμα της Εθνικής Αρχής Καταπολέμησης της Διαφθοράς (ANAC) της 27ης Ιουλίου 2022, υπ’ αριθ. 367.

Στη συνέχεια, ο διάδικος παρατηρεί ότι οι προσβαλλόμενες διατάξεις δεν πληρούν το κριτήριο του εύλογου χαρακτήρα και της αναλογικότητας, στο βαθμό που, για την επιδίωξη του σκοπού της εναλλαγής των αιρετών θέσεων, επιβάλλουν μια απόλυτη απαγόρευση υποβολής υποψηφιότητας σε όσους έχουν ήδη εκτίσει τρεις θητείες, περιορίζοντας έτσι οριστικά το δικαίωμα εκλέγεσθαι. Το μη εύλογο των διατάξεων προκύπτει σαφώς από το αντικείμενο της υπό κρίση διαδικασίας, κατά την οποία ο R.P. παρεμποδίστηκε από το να είναι υποψήφιος δώδεκα χρόνια μετά τη λήξη της τελευταίας του θητείας. Εν προκειμένω, η επίδικη απαγόρευση δεν θα είχε κανένα όφελος για τους σκοπούς της εναλλαγής των θέσεων εξουσίας.

Περαιτέρω, ο διάδικος υπενθυμίζει ότι οι διοικούντες τις αθλητικές ομοσπονδίες ασκούν τις δραστηριότητές τους αμισθί (αναφέρεται το άρθρ. 52, παράγραφος 7, του καταστατικού της ΙΟΑΥ-FITP) και σημειώνει ότι η προσβαλλόμενη απαγόρευση, παρεμποδίζοντας την υποψηφιότητα πολλών προσώπων, θα διακινδύνευε να βλάψει την κανονική λειτουργία των ίδιων των ομοσπονδιών.

Ο διάδικος εξακολουθεί να διαμαρτύρεται για παραβίαση της αρχής της ισότητας, στο βαθμό που ο προσβαλλόμενος κανόνας καθορίζει μια αδικαιολόγητη διαφορά στη μεταχείριση μεταξύ μελών ομοσπονδιών και μελών άλλων ιδιωτικών μη κερδοσκοπικών ενώσεων. Ομοίως, προσβάλλεται η άνιση μεταχείριση της πρόσβασης σε δημόσια αξιώματα, για τα οποία υπάρχει μόνο όριο στις θητείες που εκτίονται διαδοχικά, και όχι απόλυτο όριο όπως στην παρούσα περίπτωση. Συναφώς αναφέρει ότι η προαναφερθείσα απόφαση υπ’ αριθ. 173 του 2019, κηρύσσει αβάσιμο το ερώτημα σχετικά με τον κανόνα που καθιερώνει το όριο των δύο διαδοχικών θητειών για τους περιφερειακούς Δικηγορικούς Συλλόγους, αξιολογώντας τον προσωρινό χαρακτήρα της αδυναμίας να υποβάλλουν υποψηφιότητα.

1.5.- Με πράξη που κατατέθηκε στις 28 Μαρτίου 2023, η ΙΟΑΥ-FITP, η καθ’ ης στη δίκη του προδικαστικού ζητήματος, εμφανίστηκε ενώπιον του δικαστηρίου, ζητώντας να γίνει δεκτό το ερώτημα που τέθηκε.

Ο διάδικος εστιάζει στο παραδεκτό του ερωτήματος, δηλώνοντας ότι το δικαστήριο του προδικαστικού ζητήματος υπέβαλε με σαφήνεια το ερώτημα, ζητώντας από το Δικαστήριο αυτό μια «συνήθη» αφαιρετική παρέμβαση». Αφού, εξάλλου, «το μείζον περιέχει το έλασσον», αυτό το Δικαστήριο μπορεί να κηρύξει τη συνταγματική παρανομία του προσβαλλόμενου κανόνα «μόνο σε σχέση με την περίπτωση των μη διαδοχικών θητειών». Ένα αποτέλεσμα αυτού του τύπου είναι πιθανό χωρίς αυτό να καθιστά το ερώτημα «ασαφές».

Επί της ουσίας, η ΙΟΑΥ-FITP διακρίνει την πτυχή της «γενικής» παρανομίας του εν λόγω νόμου -που προκύπτει από τη θέσπιση ορίου στην ολοκλήρωση των θητειών σε ιδιωτικά σωματεία- από αυτήν της «ειδικής» παρανομίας, τα οποία απορρέουν από την πρόβλεψη μόνιμου ορίου, που δεν περιορίζεται σε διαδοχικές θητείες.

Ως προς την πρώτη πτυχή, οι προσβαλλόμενες διατάξεις είναι συνταγματικά παράνομες διότι απαιτούν να υποβληθεί στα ιδιωτικά σωματεία ένα όριο θητειών, «ανεξάρτητα από το πώς αυτός ο κανόνας εφαρμόζεται συγκεκριμένα». Το μέτρο παραβιάζει, ιδίως, τα άρθρ. 2 και 18 Σ, στο βαθμό που περιορίζει το δικαίωμα τόσο του εκλέγειν όσο και του εκλέγεσθαι των μελών των αθλητικών ομοσπονδιών και έχει αρνητικό αντίκτυπο στην επιδίωξη των καταστατικών σκοπών των σωματείων.

Ως προς τη δεύτερη πτυχή, η διάδικος παρατηρεί ότι, σε σχέση με τα δημόσια αξιώματα, προβλέπονται συχνά όρια για τις διαδοχικές θητείες και ότι η αναφερόμενη απόφαση υπ’ αριθ. 173 του 2019 έκρινε αυτόν τον κανόνα ως εύλογο λόγω του προσωρινού χαρακτήρα της αδυναμίας υποβολής υποψηφιότητας. Η μόνιμη φύση της αδυναμίας υποβολής υποψηφιότητας που προβλέπεται στην προσβαλλόμενη διάταξη, ωστόσο, είναι μη εύλογη και μη αναλογική. Το όριο στις θητείες αποσκοπεί στο να αποφευχθεί «η εδραίωση, υπέρ ορισμένων μελών του σωματείου σε βάρος άλλων, ενός ισχυρού δεσμού με ένα μέρος του εκλογικού σώματος» και «να προωθήσει μια φυσιολογική εσωτερική εναλλαγή προσώπων στα όργανα εκπροσώπησης», αλλά αυτοί οι σκοποί θα μπορούσαν να επιτευχθούν απλώς θέτοντας ένα όριο στις διαδοχικές θητείες.

1.6.- Με έγγραφο που κατατέθηκε στις 28 Μαρτίου 2023, άσκησε παρέμβαση ο Πρόεδρος του Υπουργικού Συμβουλίου, που εκπροσωπείται και υπερασπίζεται από το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους.

Η υπεράσπιση του δημοσίου υπογραμμίζει πώς, σε έναν τομέα που χαρακτηρίζεται από ευρεία διακριτική ευχέρεια του νομοθέτη, ο έλεγχος της συνταγματικότητας θα πρέπει να περιορίζεται στην αξιολόγηση της υπέρβασης του ορίου του προδήλως μη εύλογου. Στην προκειμένη περίπτωση, η προσβαλλόμενη διάταξη δεν προκαλεί σημαντικό περιορισμό της ελευθερίας του συνεταιρίζεσθαι διότι το όριο των τριών θητειών εξακολουθεί να επιτρέπει την ανάληψη διοικητικών θέσεων για δώδεκα χρόνια. Αυτό το ουσιαστικό χρονικό πλαίσιο επιτρέπει να «εκτελεστεί ένα ολοκληρωμένο αθλητικό έργο». Επιπλέον, ο εν λόγω κανόνας δεν αποκλείει τα μέλη από την ενεργό ζωή του σωματείου, αλλά μόνο από διοικητικές θέσεις.

Επιπλέον, ο Πρόεδρος του Υπουργικού Συμβουλίου σημειώνει ότι, στις διεθνείς αθλητικές ομοσπονδίες, είναι «ευρέως διαδεδομένη πρακτική» η πρόβλεψη περιορισμών στον αριθμό των θητειών της διοίκησης και παραθέτει το άρθρ. 21 του καταστατικού της Διεθνούς Ομοσπονδίας Αντισφαίρισης και το άρθρ. 67 των Κανονισμών Διακυβέρνησης της FIFA. Έτσι, αφενός, επιβεβαιώνει το εύλογο του προσβαλλόμενου κανόνα, που αποσκοπεί στην αποτροπή των «προνομίων λόγω θέσης» και στην εγγύηση για εναλλαγή σε κορυφαίες θέσεις των αθλητικών ομοσπονδιών· αφετέρου, αποδεικνύει την καταλληλότητά του για εναρμόνιση του εθνικού αθλητικού συστήματος με το διεθνές.

Ο Νομικός Σύμβουλος του Κράτους υπενθυμίζει την αρχή της εσωτερικής δημοκρατίας των αθλητικών ομοσπονδιών, που διατυπώνεται στην παράγραφο 1 του ίδιου άρθρ. 16 του νομοθετικού διατάγματος υπ’ αριθ. 242 του 1999, και συνάγει την ανάγκη εναλλαγής των κατόχων διοικητικών θέσεων. Οι ομοσπονδίες αναμφισβήτητα ασκούν δραστηριότητα δημόσιου χαρακτήρα (δηλαδή προώθηση του σχετικού αθλήματος) και η εναλλαγή σε διοικητικές θέσεις ευνοεί «ένα ηθικό σύστημα σε έναν τομέα που χαρακτηρίζεται από τη δημόσια συνεισφορά».

Η αναφορά στο άρθρ. 48 Συντ. είναι αντιφατική, δεδομένης της θεωρούμενης -από το παραπέμπον δικαστήριο- ιδιωτικής φύσης των αθλητικών ομοσπονδιών. Όσο για το άρθρ. 51 Συντ., ο σκοπός που επιδιώκει η προσβαλλόμενη διάταξη ενισχύει τις προϋποθέσεις ισότητας που η συνταγματική διάταξη «θέτει στη βάση της πρόσβασης στα αιρετά αξιώματα», ισότητα που θα διακυβευόταν εάν υπήρχε πολύ στενή σχέση μεταξύ των εκλεγμένων και του εκλογικού σώματος καθιερώνοντας τα προνόμια λόγω θέσης.

Επιπλέον, οι ίδιοι σκοποί υλοποιούν και τον στόχο της κοινωνικής ωφέλειας που αποκλείει οποιαδήποτε παραβίαση των άρθρ. 41 και 42 του Συντ.


2.- Το Περιφερειακό Διοικητικό Δικαστήριο του Λάτσιο, πρώτο τμήμα, με μη οριστική απόφαση της 30ης Δεκεμβρίου 2022, καταχωρημένη υπ’ αριθ. 30 στο μητρώο αποφάσεων του 2023, εγείρει ζητήματα συνταγματικής νομιμότητας των ίδιων διατάξεων που κρίθηκαν στη μη οριστική απόφαση που καταχωρήθηκε υπ’ αριθ. 23 στο μητρώο αποφάσεων του 2023, με αναφορά στις ίδιες παραμέτρους.

Για το θέμα που αποτελεί αντικείμενο αυτής της δεύτερης απόφασης, ο προσφεύγων C.C. είχε εκτίσει πέντε διαδοχικές θητείες στην Περιφερειακή Επιτροπή του Μάρκε της ΙΟΑΥ-FITP, από το 1981 έως το 2000, και ο Πρόεδρος της ίδιας Επιτροπής, με ανακοίνωση της 10ης Φεβρουαρίου 2021, είχε απορρίψει την υποψηφιότητά του για τη θέση του συμβούλου της Επιτροπής, λόγω υπέρβασης του ανώτατου ορίου των τριών θητειών, σύμφωνα με το άρθρ. 54, παράγραφος 2 του καταστατικού της ΙΟΑΥ-FITP και το άρθρ. 1.1.4 του εσωτερικού κανονισμού της ΙΟΑΥ-FITP, όπως τροποποιήθηκαν με βάση το άρθρ. 16, παράγραφος 2, του νομοθετικού διατάγματος υπ’ αριθ. 242 του 1999 ( κείμενο πριν από τον προαναφερθέντα νόμο υπ’ αριθ. 112 του 2023).

Απορρίφθηκε, τόσο η προσφυγή του C.C. με την οποία είχε προσβάλλει την απόρριψη της υποψηφιότητάς του ενώπιον του Ομοσπονδιακό Εφετείου κατά της ΙΟΑΥ-FITP, όσο και εκείνη με την οποία στη συνέχεια άσκησε έφεση κατά της απόφασης αυτού του τελευταίου (της 19ης Φεβρουαρίου 2021,υπ’ αριθ. 2) ενώπιον του Συμβουλίου Εγγύησης του αθλητισμού κατά της ΙΕΟΕ-CONI, σύμφωνα με το άρθρ. 59 του κώδικα αθλητικής δικαιοσύνης και του άρθρ. 12-α του καταστατικού της ΙΕΟΕ-CONI. Ως εκ τούτου, ο C.C άσκησε προσφυγή κατά της απόφασης του Συμβουλίου Εγγύησης (της 24ης Αυγούστου 2021, υπ’ αριθ. 67) ενώπιον του Περιφερειακού Διοικητικού Δικαστηρίου του Λάτσιο.

Στο νομικό της μέρος, αυτή η δεύτερη μη οριστική απόφαση συμβαδίζει με την πρώτη, τόσο ως προς την κήρυξη ως αβασίμων των δύο πρώτων λόγων της προσφυγής, όσο και σχετικά με τα επιχειρήματα προς στήριξη της συνάφειας του ερωτήματος και του μη προδήλως αβασίμου του.

2.1.- Επίσης στη δίκη αυτή εμφανίστηκαν, ο προσφεύγων της δίκης του προδικαστικού ζητήματος με πράξη που κατατέθηκε στις 27 Μαρτίου 2023 και η ΙΟΑΥ-FITP, η καθ’ ης στη δίκη του προδικαστικού ζητήματος, με πράξη που κατατέθηκε στις 10 Απριλίου 2023. Και οι δύο ζητούν να γίνει δεκτό το ερώτημα που τέθηκε, με επιχειρήματα που συμπίπτουν με αυτά που διατυπώθηκαν από τους διαδίκους που εμφανίστηκαν στην πρώτη δίκη.

Ομοίως, ο Πρόεδρος του Υπουργικού Συμβουλίου, εκπροσωπούμενος και υπερασπιζόμενος από τον Νομικό Σύμβουλο του Κράτους, άσκησε παρέμβαση και στη δεύτερη αυτή δίκη, με έγγραφο που κατατέθηκε στις 6 Απριλίου 2023, ζητώντας το ερώτημα να κηρυχθεί αβάσιμο για τους λόγους που ήδη αναφέρθηκαν παραπάνω, σε σχέση με την αιτιολογία που καταχωρήθηκε υπ’ αριθ. 23 στο μητρώο δικαστικών αποφάσεων του 2023.


3.- Στις 14 Ιουνίου 2023, ο R.P. και η ΙΟΑΥ-FITP υπέβαλαν συμπληρωματικά υπομνήματα στην πρώτη δίκη, επαναλαμβάνοντας τη συνταγματική μη νομιμότητα της προσβαλλόμενης διάταξης και απαντώντας στα επιχειρήματα του Δημοσίου.

Την ίδια ημερομηνία ο C.C. και η ΙΟΑΥ-FITP υπέβαλαν συμπληρωματικά υπομνήματα στη δεύτερη δίκη, που συμπίπτουν με τα ίδια σχετικά υπομνήματα της απόφασης που καταχωρήθηκε υπ’ αριθ. 23 στο μητρώο αποφάσεων του 2023.


4.- Και στις δύο υποθέσεις συνταγματικής νομιμότητας κατατέθηκαν τρεις έγγραφες γνωμοδοτήσεις (από τριάντα αθλητικές ομοσπονδίες, δύο αθλητικές ενώσεις και τέσσερις φορείς προώθησης αθλημάτων), σύμφωνα με το άρθρ. 6 του Συμπληρωματικού Κανονισμού για τις διαδικασίες ενώπιον του Συνταγματικού Δικαστηρίου. Όλες οι γνωμοδοτήσεις έγιναν δεκτές από τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου με διάταγμα της 24ης Μαΐου 2023. Μία από τις γνωμοδοτήσεις που κατατέθηκε στη δεύτερη δίκη συνοδεύτηκε από οκτώ αναφορές και δηλώσεις ομοσπονδιακών οργάνων, οι οποίες αποδεικνύουν τη δυσκολία εύρεσης διαθέσιμων ατόμων για να κατέχουν διοικητικές θέσεις σε τοπικούς φορείς.


Έλαβε υπ’ όψιν


1.- Το Περιφερειακό Διοικητικό Δικαστήριο του Λάτσιο, πρώτο τμήμα, με δύο μη οριστικές αποφάσεις της 30ης Δεκεμβρίου 2022, που καταχωρήθηκαν υπ’ αριθ. 23 και 30 στο μητρώο αποφάσεων 2023, εγείρει ζητήματα συνταγματικής νομιμότητας του άρθρ. 16, παράγραφος 2 του νομοθετικού διατάγματος υπ’ αριθ. 242 του 1999, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρ. 2, παράγραφος 1, του νόμου υπ’ αριθ. 8 του 2018, και του άρθρ. 6, παράγραφοι 1 και 2 του ίδιου νόμου υπ’ αριθ. 8 του 2018, «κατά το μέρος στο οποίο αποκλείει/ουν τα μέλη της Ιταλικής Ομοσπονδίας Αντισφαίρισης από τη δυνατότητα να υποβάλουν υποψηφιότητα για τα όργανα διοίκησης εφόσον έχουν ήδη εκτίσει τρεις αιρετές θητείες», για παραβίαση των άρθρων 2, 3, 18, 41, 42, 48 και 117 πρώτη παράγραφος Συντ., το τελευταίο σε σχέση με το άρθρ. 11 ΕΣΔΑ και το άρθρ. 12 ΧΘΔΕΕ.

Το άρθρ. 16 παράγραφος 2 του νομοθετικού διατάγματος υπ’ αριθ. 242 του 1999, αντικείμενο της παρούσας δίκης, ορίζει ως ακολούθως: «Τα καταστατικά των εθνικών αθλητικών ομοσπονδιών και των αθλητικών ενώσεων προβλέπουν τις διαδικασίες για την εκλογή του προέδρου και των μελών των οργάνων διοίκησης, προάγοντας τις ίσες ευκαιρίες μεταξύ γυναικών και ανδρών. Ο πρόεδρος και τα μέλη των οργάνων διοίκησης ασκούν εξουσία για τέσσερα χρόνια και δεν μπορούν να διατελέσουν περισσότερες από τρεις θητείες. Εάν τα καταστατικά προβλέπουν εκπροσώπηση με αντιπρόσωπο, η ΙΕΟΕ-CONI, προκειμένου να διασφαλιστεί η ευρύτερη συμμετοχή στην ολομέλεια, θεσπίζει, με δική της διάταξη, τις γενικές αρχές για την άσκηση του εκλογικού δικαιώματος για την εκπροσώπηση στην ολομέλεια προκειμένου, ειδικότερα, να περιοριστούν οι συγκεντρώσεις ψήφων μέσω της μείωσης του αριθμού των ψήφων που μπορούν να δοθούν, αλλά όχι σε αριθμό μεγαλύτερο από πέντε. Εάν οι εθνικές αθλητικές ομοσπονδίες και οι αθλητικές ενώσεις δεν εναρμονίσουν τα καταστατικά τους με τις προαναφερθείσες διατάξεις, η ΙΕΟΕ-CONI, κατόπιν προειδοποίησης, διορίζει επίσημο επίτροπο που θα αναλαμβάνει δράση εντός εξήντα ημερών από την ημερομηνία του διορισμού του. Τα καταστατικά των εθνικών αθλητικών ομοσπονδιών και των αθλητικών ενώσεων ενδέχεται να προβλέπουν έναν μικρότερο αριθμό θητειών από το όριο που καθορίζεται στην παρούσα παράγραφο, με την επιφύλαξη των επιπτώσεων των ισχυουσών μεταβατικών διατάξεων. Η αρχή που αναφέρεται στην παρούσα παράγραφο εφαρμόζεται και στους φορείς προώθησης του αθλητισμού, καθώς και στους προέδρους και τα μέλη των οργάνων διοίκησης των τοπικών δομών των εθνικών αθλητικών ομοσπονδιών και αθλητικών ενώσεων».

Οι λοιπές προσβαλλόμενες διατάξεις (παράγραφοι 1 και 2 του άρθρ. 6 του νόμου υπ’ αριθ. 8 του 2018) ορίζουν με τη σειρά τους ως ακολούθως: «1. Εντός τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος νόμου, η Ιταλική Εθνική Ολυμπιακή Επιτροπή (ΙΕΟΕ-CONI) εναρμονίζει το καταστατικό της με τις διατάξεις του άρθρ. 3, παράγραφος 2, του νομοθετικού διατάγματος της 23ης Ιουλίου 1999, υπ’ αριθ. 242, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του παρόντος νόμου. Μέσα στην ίδια προθεσμία, η ΙΕΟΕ-CONI υιοθετεί τη διάταξη που αναφέρεται στο άρθρο 16, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, του νομοθετικού διατάγματος υπ’ αριθ. 242 του 1999, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του παρόντος νόμου. 2. Εντός έξι μηνών από την ημερομηνία έγκρισης των καταστατικών αλλαγών της ΙΕΟΕ-CONI, οι εθνικές αθλητικές ομοσπονδίες και οι αθλητικές ενώσεις, καθώς και οι φορείς προώθησης του αθλητισμού, εναρμονίζουν το καταστατικό τους προς τις διατάξεις του άρθρου 16, παράγραφος 2, του νομοθετικού διατάγματος της 23ης Ιουλίου 1999, υπ’ αριθ. 242, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του παρόντος νόμου».

Το παραπέμπον δικαστήριο πιστεύει ότι οι αναφερόμενοι κανόνες παραβιάζουν: α) τα άρθρ. 2, 3 και 18 Συντ., στο βαθμό που η «οριστική αδυναμία υποβολής υποψηφιότητας» των ενδιαφερομένων, μετά την ολοκλήρωση της τρίτης θητείας, αποτελεί μέτρο δυσανάλογο και μη εύλογο σε σχέση με τον σκοπό που είχε θέσει ο νομοθέτης, «ειδικά αν αφορά την επιρροή πάνω σε ένα νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου που συμβάλλει στην ανάπτυξη της προσωπικότητας του ατόμου μέσα σε έναν κοινωνικό σχηματισμό όπως η αθλητική ομοσπονδία»· β) το άρθρ. 117 πρώτη παράγραφος Σύντ., σε σχέση με το άρθρ. 11 ΕΣΔΑ και το άρθρ. 12 ΧΘΔΕΕ, τα οποία εγγυώνται την ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι, για τους ίδιους λόγους που αναφέρθηκαν ανωτέρω· γ) τα άρθρ. 41 και 42 Συντ., διότι «οι περιορισμοί στην ελευθερία της ιδιωτικής πρωτοβουλίας» δεν θα πρέπει ποτέ να «έχουν ως αποτέλεσμα την αυθαιρεσία και την ασυνέπεια -και επομένως το μη εύλογο- των μέτρων που λαμβάνονται για τη διασφάλιση της κοινωνικής ωφέλειας»· δ) τα άρθρ. 2 και 48 Συντ., στο βαθμό που οι προσβαλλόμενες διατάξεις περιορίζουν σε δυσανάλογο βαθμό σε σύγκριση με τους σκοπούς που τέθηκαν «το δικαίωμα του εκλέγεσθαι, με απαραβίαστο χαρακτήρα, ιδίως στο πλαίσιο μιας οντότητας ιδιωτικού δικαίου στην οποία [...] εκφράζεται η προσωπικότητα».


2.- Τα ζητήματα τέθηκαν από το Περιφερειακό Διοικητικό Δικαστήριο με δύο μη οριστικές αποφάσεις, που συμπίπτουν και οι δύο τόσο ως προς τους προσβαλλόμενους κανόνες και τις παραμέτρους που προκλήθηκαν, όσο και για τα επιχειρήματα που χρησιμοποιήθηκαν, γι' αυτό και οι δύο αιτήσεις μπορούν να συνενωθούν και να συνεκδικασθούν με μια κοινή διαδικασία.


3.- Εν αναμονή της έκδοσης της απόφασης αυτής, το άρθρ. 16, παράγραφος 2, του νομοθετικού διατάγματος υπ’ αριθ. 242 του 1999 τροποποιήθηκε με τον νόμο υπ’ αριθ. 112 του 2023, με τον οποίο προστέθηκε το άρθ. 39-β στο νομοθετικό διάταγμα υπ’ αριθ. 75 του 2023. Τα τρία πρώτα εδάφια του άρθρ. 16, παράγραφος 2, του νομοθετικού διατάγματος υπ’ αριθ. 242 του 1999 έχουν διαμορφωθεί πλέον ως εξής: «Τα καταστατικά των εθνικών αθλητικών ομοσπονδιών και των αθλητικών ενώσεων προβλέπουν τις διαδικασίες για την εκλογή προέδρου και μελών των οργάνων διοίκησης, προωθώντας τις ίσες ευκαιρίες μεταξύ των γυναικών και των ανδρών. Ο πρόεδρος και τα μέλη των οργάνων διοίκησης ασκούν τα καθήκοντά τους για τέσσερα χρόνια και μπορούν να εκτίσουν περισσότερες θητείες. Τα πρόσωπα που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο, σε περίπτωση υποβολής υποψηφιότητας μετά την τρίτη διαδοχική θητεία, εκλέγονται με την προϋπόθεση ότι θα συγκεντρώσουν αριθμό ψήφων τουλάχιστον ίσο με τα δύο τρίτα του συνόλου των έγκυρων ψήφων».

Μολονότι στο νέο κείμενο η προσβαλλόμενη από το παραπέμπον δικαστήριο διάταξη εξαφανίστηκε, το νέο εφαρμοστέο δίκαιο δεν αλλάζει τους όρους αυτού του ερωτήματος. Αντικείμενο της κρίσης της συνταγματικής νομιμότητας είναι πράγματι ο κανόνας που πρέπει να εφαρμόζεται σε αποφάσεις στις οποίες αμφισβητείται η απόφαση του Συμβουλίου Εγγύησης του αθλητισμού της ΙΕΟΕ-CONI η οποία απέρριψε την έφεση του ιδιώτη κατά της απόφασης του Ομοσπονδιακού Εφετείου, η οποία με τη σειρά της είχε απορρίψει την προσφυγή που ασκήθηκε κατά της άρνησης υποβολής υποψηφιότητας. Με βάση την αρχή tempus regit actum, το παραπέμπον δικαστήριο αποφασίζει επί των εν λόγω προσφυγών εφαρμόζοντας τους τότε ισχύοντες κανόνες, με αποτέλεσμα μεταγενέστερες τροποποιήσεις του άρθρ. 16, παράγραφος 2, του νομοθετικού διατάγματος υπ’ αριθ. 242 του 1999 να μην επηρεάζουν τα τρέχοντα ζητήματα (ex multis, αποφάσεις υπ’ αριθ. 113 του 2023 και 165 του 2022).


4.- Ο μάλλον περίπλοκος χαρακτήρας της εν μέρει προσβαλλόμενης εδώ διάταξης και το συγκεκριμένο αντικείμενο των εκεί αποφάσεων επιβάλλουν, προκαταρκτικά, την οριοθέτηση του αντικειμένου της δίκης.

4.1.- Κατά μια πρώτη έννοια, παρατηρείται ότι το προσβαλλόμενο άρθρ. 16, παράγραφος 2, του νομοθετικού διατάγματος υπ’ αριθ. 242 του 1999 περιέχει στην πραγματικότητα μια πλειάδα διατάξεων. Μετά το πρώτο εδάφιο, το οποίο αναθέτει στα καταστατικά των εθνικών αθλητικών ομοσπονδιών και αθλητικών ενώσεων (ΑΕ-DSA) το καθήκον να ρυθμίζουν τις διαδικασίες για την εκλογή του προέδρου και των μελών των οργάνων διοίκησης, το δεύτερο εδάφιο ορίζει ότι «[ο] πρόεδρος και τα μέλη των οργάνων διοίκησης ασκούν εξουσία για τέσσερα χρόνια και δεν μπορούν να εκτίσουν περισσότερες από τρεις θητείες». Με βάση, λοιπόν, το τελευταίο εδάφιο, «[η] αρχή που αναφέρεται στην παρούσα παράγραφο εφαρμόζεται και για τους φορείς προώθησης του αθλητισμού, καθώς και για τους προέδρους και τα μέλη των οργάνων διοίκησης των τοπικών δομών των εθνικών αθλητικών ομοσπονδιών και αθλητικών ενώσεων».

Επομένως, δεδομένου ότι αυτή η τελευταία πρόβλεψη που οδηγεί στην απαγόρευση υποβολής υποψηφιότητας πέραν της τρίτης θητείας για διοικητικές θέσεις στις τοπικές δομές των εθνικών αθλητικών ομοσπονδιών και αθλητικών ενώσεων, υπό το φως αυτής της ρητής προδιαγραφής, το πεδίο εφαρμογής του προαναφερθέντος δεύτερου εδαφίου περιορίζεται λογικά στα κεντρικά όργανα διοίκησης των ομοσπονδιών και των αθλητικών ενώσεων.

Κατά μια δεύτερη έννοια, υπογραμμίζει το γεγονός ότι οι δικαστές της κύριας δίκης έχουν ως αντικείμενο την αντίθετη άρνηση, με βάση την προσβαλλόμενη από τον παραπέμποντα δικαστή απαγόρευση, στο αίτημα των προσφευγόντων να υποβάλλουν υποψηφιότητα για τη θέση του συμβούλου δύο περιφερειακών επιτροπών της ΙΟΑΥ-FITP (της Τοσκάνης και του Μάρκε). Το Περιφερειακό Διοικητικό Δικαστήριο δεν διευκρινίζει ποιο (ή ποια) από τα εδάφια του άρθρ. 16, παράγραφος 2, σκοπεύει να προσβάλλει, έτσι ώστε, λαμβάνοντας υπ’ όψιν ότι οι υποθέσεις που υπόκεινται στην κύρια δίκη αφορούν δύο περιφερειακές επιτροπές της ΙΟΑΥ-FITP, πρέπει να θεωρηθεί ότι το παραπέμπον δικαστήριο αναφέρεται σιωπηρά στην προσβολή της μόνης σχετικής με την κρίση του διάταξης και συνεπώς του τελευταίου εδαφίου του άρθρ. 16, παράγραφος 2, του νομοθετικού διατάγματος υπ’ αριθ. 242 του 1999, που αναφέρεται συγκεκριμένα στην εν λόγω απαγόρευση «στους προέδρους και τα μέλη των οργάνων διοίκησης των τοπικών δομών των εθνικών αθλητικών ομοσπονδιών και αθλητικών ενώσεων».

4.2.- Παραμένοντας στο θέμα του ορισμού του αντικειμένου της δίκης, δεν μπορεί να ληφθεί υπ’ όψιν το διακριτό ερώτημα που έθεσαν τα μέρη, με στόχο την καταγγελία της παραβίασης της αρχής της ισότητας, στο βαθμό που ο προσβαλλόμενος κανόνας καθορίζει, αφενός, μια αδικαιολόγητη άνιση μεταχείριση μεταξύ μελών ομοσπονδιών και μελών άλλων ιδιωτικών μη κερδοσκοπικών σωματείων· αφετέρου, άνιση μεταχείριση όσον αφορά στην πρόσβαση σε δημόσια αξιώματα, για τα οποία υπάρχει μόνο ένα όριο στις διαδοχικές θητείες που εκτίονται και όχι ένα απόλυτο όριο όπως στην παρούσα περίπτωση.

Σύμφωνα με πάγια νομολογία του Δικαστηρίου αυτού, μάλιστα, το αντικείμενο της παρεμπίπτουσας κρίσης περί συνταγματικής νομιμότητας περιορίζεται στους κανόνες και τις παραμέτρους που αναφέρονται στις εντολές παραπομπής, με εξαίρεση τη δυνατότητα επέκτασής του προκειμένου να συμπεριλάβει ερωτήματα που διατυπώθηκαν από τα μέρη (ex plurimis, αποφάσεις υπ’ αριθ. 63 και 15 του 2023, υπ’ αριθ. 228, 213 και 198 του 2022).


5.- Επίσης, θα πρέπει προκαταρκτικά να κηρυχθεί το απαράδεκτο ορισμένων από τα υποβληθέντα ερωτήματα.

5.1.- Κατ’ αρχάς, είναι απαράδεκτα τα ερωτήματα σχετικά με το άρθρ. 6, παράγραφοι 1 και 2, του νόμου υπ’ αριθ. 8 του 2018, που αφορούν, αντίστοιχα, το καθήκον της ΙΕΟΕ-CONI να εναρμονίσει το καταστατικό της στο άρθρ. 3, παράγραφος 2, του νομοθετικού διατάγματος υπ’ αριθ. 242 του 1999 και το καθήκον των εθνικών αθλητικών ομοσπονδιών, των αθλητικών ενώσεων και των φορέων προώθησης του αθλητισμού για να εναρμονίσουν το καταστατικό τους με το άρθρ. 16, παράγραφος 2, του ίδιου διατάγματος.

Το Περιφερειακό Διοικητικό Δικαστήριο εστιάζει αποκλειστικά στον κανόνα που καθορίζει την οριστική αδυναμία υποβολής υποψηφιότητας των προσώπων που έχουν ήδη εκτίσει τρεις θητείες (δηλαδή επί του άρθρ. 16, παράγραφος 2, του νομοθετικού διατάγματος υπ’ αριθ. 242 του 1999), χωρίς ποτέ να επικεντρωθεί στις διατάξεις που μόλις αναφέρθηκαν σχετικά με την εναρμόνιση του καταστατικού.

Πιο συγκεκριμένα, όσον αφορά τη συνάφεια, το παραπέμπον δικαστήριο παρατηρεί ότι το ερώτημα «αφορά άμεσα τον πρωταρχικό κανόνα που περιέχεται στο άρθρ. 16, παράγραφος 2, [...] του οποίου το άρθρ. 54, παράγραφος 2, του καταστατικού της ΙΟΑΥ-FIT […] αποτελεί απλή εφαρμογή», και που είναι το ίδιο άρθρ. 16, παράγραφος 2, που έχει «θέσει τα θεμέλια για να οδηγήσει στον αποκλεισμό του προσφεύγοντος από τις εκλογές». Όσον αφορά το μη πρόδηλο αβάσιμο, το Περιφερειακό Διοικητικό Δικαστήριο λαμβάνει υπ’ όψιν αποκλειστικά τη θεωρούμενη συνταγματική παρανομία του κανόνα που «αποκλείει τα μέλη της ΙΟΑΥ-FIT από τη δυνατότητα υποβολής υποψηφιότητας για τα όργανα διοίκησης εάν έχουν ήδη εκτίσει τρεις θητείες», χωρίς να προσβληθεί σε σχέση με το άρθρ. 6 παρ. 1 και 2 του νόμου υπ’ αριθ. 8 του 2018.

Ως εκ τούτου, τα ζητήματα που αφορούν τις τελευταίες αυτές διατάξεις είναι απαράδεκτα, λόγω ελλείψεώς αιτιολόγησης σχετικά με τη συνάφειά τους (ex multis, αποφάσεις υπ’ αριθ. 52 του 2023 και υπ’ αριθ. 213· διαταγή υπ’ αριθ. 76 του 2022) και λόγω πρόδηλης αβασιμότητας (ex multis, αποφάσεις υπ’ αριθ. 42 και 2 του 2023, υπ’ αριθ. 266 του 2022).

5.2.- Κατά δεύτερον, είναι απαράδεκτο, λόγω έλλειψης αιτιολόγησης ως προς το μη προδήλως αβάσιμο, το ερώτημα που έθεσε το παραπέμπον δικαστήριο σε σχέση με το άρθρ. 12 ΧΘΔΕΕ, ως παράμετρος που περιέχεται στο άρθρ. 117, πρώτη παράγραφος Συντ.

Όπως αναφέρθηκε επανειλημμένα από το Δικαστήριο αυτό, «για να μπορεί να γίνει επίκληση του ΧΘΔΕΕ ως παραμέτρου παρέμβασης σε μια απόφαση συνταγματικής νομιμότητας, η υπόθεση που παραπέμπεται από το παραπέμπον δικαστήριο πρέπει να πληροί τις προϋποθέσεις για την ρύθμιση της εσωτερικής νομοθεσίας στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης σύμφωνα με το άρθρ. 51 ΧΘΔΕΕ, το οποίο προϋποθέτει την ίδια την εφαρμογή των κανόνων του Χάρτη (ex plurimis, αποφάσεις υπ’ αριθ. 33 και 30 του 2021)» (απόφαση υπ’ αριθ. 185 του 2021· με την ίδια έννοια, αποφάσεις υπ’ αριθ. 213 του 2021, υπ’ αριθ. 278 και 254 του 2020).

Ωστόσο, το παραπέμπον δικαστήριο δεν προβάλει κανέναν λόγο για τον οποίο πιστεύει ότι η συγκεκριμένη υπόθεση που ρυθμίζεται από την προσβαλλόμενη διάταξη εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του ευρωπαϊκού δικαίου, ούτε προσφέρει άλλη ένδειξη από την οποία μπορεί να συναχθεί σιωπηρή αιτιολόγηση.


6.- Επί της ουσίας, το ερώτημα που τίθεται σε σχέση με τα άρθρ. 2, 3 και 18 Σύντ. είναι βάσιμο.

6.1.- Καταρχάς, είναι σκόπιμο να διευκρινιστεί ότι το άρθρ. 18 Συντ. επικαλείται λυσιτελώς αναφορικά με τις εθνικές αθλητικές ομοσπονδίες και τις αθλητικές ενώσεις (ΑΕ-DSA).

Ως προς το πρώτο, το άρθρ. 2, παράγραφος 1, στοιχείο v), του νομοθετικού διατάγματος της 28ης Φεβρουαρίου 2021, υπ’ αριθ. 36 (Εφαρμογή του άρθρου 5 του νόμου της 8ης Αυγούστου 2019, υπ’ αριθ. 86, για την αναδιοργάνωση και αναμόρφωση των διατάξεων στον τομέα των επαγγελματικών και ερασιτεχνικών αθλητικών φορέων, καθώς και της αθλητικής εργασίας), ορίζει την εθνική αθλητική ομοσπονδία ως «τον εθνικό αθλητικό οργανισμό, που υπάγεται στην Διεθνή Αθλητική Ομοσπονδία στην οποία ανήκει ως μέλος, η οποία προΐσταται ενός αθλήματος ή μιας ομάδας παρόμοιων αθλημάτων». Ως προς το δεύτερο, ορίζεται ως αθλητική ένωση -στο στοιχείο r) του ίδιου άρθρ. 2, παράγραφος 1- «ο εθνικός αθλητικός οργανισμός, χωρίς τις προϋποθέσεις για αναγνώριση ως Εθνική Αθλητική Ομοσπονδία, η οποία ασκεί αθλητικές δραστηριότητες στην εθνική επικράτεια».

Και οι δύο -οι εθνικές αθλητικές ομοσπονδίες και οι αθλητικές ενώσεις- «έχουν τη φύση του νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου», «δεν επιδιώκουν κερδοσκοπικούς σκοπούς και υπόκεινται, για οτιδήποτε δεν προβλέπεται ρητά στο παρόν διάταγμα, στις ρυθμίσεις του αστικού κώδικα και συναφείς εκτελεστικές διατάξεις» (άρθρ. 15, παρ. 2, του νομοθετικού διατάγματος υπ’ αριθ. 242 του 1999), και «ασκούν αθλητική δραστηριότητα σε αρμονία με τις διαβουλεύσεις και τις οδηγίες της ΔΟΕ, των διεθνών ομοσπονδιών και της ΙΕΟΕ-CONI, καθώς και λαμβάνοντας υπ’ όψιν τη δημόσια αξία συγκεκριμένων τύπων δραστηριοτήτων που προσδιορίζονται στο καταστατικό της ΙΕΟΕ-CONI» (άρθρ. 15, παρ. 1, του υπ' αριθ. 242 νομοθετικού διατάγματος του 1999).

Κατ' εφαρμογή αυτών των νομοθετικών διατάξεων, το καταστατικό της ΙΕΟΕ-CONI προσδιορίζει τις δραστηριότητες των ομοσπονδιών που έχουν «αξία από δημόσια σκοπιά» (άρθρ. 23, παράγραφος 1, του καταστατικού, όπως τροποποιήθηκε από το Εθνικό Συμβούλιο στις 9 Μαρτίου 2022), διευκρινίζοντας παράλληλα ότι «[ο] δημόσιος χαρακτήρας της δραστηριότητας δεν τροποποιεί το σύνηθες καθεστώς ιδιωτικού δικαίου των ατομικών πράξεων και συναφών υποκειμενικών νομικών καταστάσεων» (παράγραφος 1-α).

Βρισκόμαστε έτσι στην παρουσία ενός οργανωτικού φαινομένου -όχι άγνωστο στο σύστημά μας- στο οποίο «η ιδιωτική χροιά της σωματειακής μορφής των ίδιων των [ομοσπονδιών] συνυπάρχει, εξ ορισμού, με τη δημοσίου χαρακτήρα αξία μέρους των δραστηριοτήτων που υλοποιούν» (Συμβούλιο της Επικρατείας, πέμπτο τμήμα, απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, υπ’ αριθ. 5348), και στο οποίο, επομένως, αυτό το δεύτερο χαρακτηριστικό δεν εξαλείφει το πρώτο, δηλαδή την ιδιωτική σωματειακή φύση των εθνικών αθλητικών ομοσπονδιών και αθλητικών ενώσεων. Συνεπώς, η αναφορά στο άρθρ. 18 Συντ. είναι σχετική, όπως επιβεβαιώνεται από την υπόλοιπη απόφαση υπ’ αριθ. 160 του 2019 του Δικαστηρίου αυτού, σύμφωνα με την οποία «ακόμη και το σύστημα αθλητικής οργάνωσης, με την ιδιότητά του αυτή και με τις διάφορες οργανωτικές και λειτουργικές του αρθρώσεις, βρίσκει προστασία στις συνταγματικές προβλέψεις που αναγνωρίζουν και εγγυώνται τα δικαιώματα του ατόμου, όχι μόνο ως μονάδας, αλλά ακόμα και σε κοινωνικούς σχηματισμούς στους οποίους εκφράζεται η προσωπικότητά του (άρθρ. 2 Συντ.) και που διασφαλίζουν το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι ελεύθερα για σκοπούς που δεν απαγορεύονται στο άτομο από το ποινικό δίκαιο (άρθρ. 18)».

6.2.- Αυτό που διασφαλίζει το άρθρ. 18 Συντ. αποτελεί «ευρεία και σημαντική συνταγματική εγγύηση της ελευθερίας του συνεταιρίζεσθαι» (απόφαση υπ’ αριθ. 417 του 1993), που μεταφράζεται σε προστασία μιας «σειράς» δικαιωμάτων που συσχετίζονται με αυτή την ελευθερία (απόφαση υπ’ αριθ. 241 του 2014) η οποία, ακόμη και πέρα από το δικαίωμα του ατόμου να συνεταιρίζεται, επεκτείνεται στην προστασία των οργανισμών στους οποίους τα ίδια άτομα δρουν συλλογικά σε συνεταιριστική μορφή.

Παράλληλα με τα δικαιώματα όσων φιλοδοξούν να συνεταιριστούν -και ειδικότερα το «δικαίωμα συνεταιρίζεσθαι ελεύθερα, χωρίς προηγούμενη άδεια, για σκοπούς που δεν απαγορεύονται σε ιδιώτες από το ποινικό δίκαιο», αναγνωρίζεται ρητώς από την πρώτη παράγραφο (εκτός από τις απαγορεύσεις που ορίζονται στη δεύτερη παράγραφο) και η αντίστροφη ελευθερία του μη συνεταιρίζεσθαι (ex multis, αποφάσεις υπ’ αριθ. 248 του 1997 και υπ’ αριθ. 69 του 1962)- η συνταγματική διάταξη προστατεύει μάλιστα τα δικαιώματα των μελών (αποφάσεις υπ’ αριθ. 173 του 2019, υπ’ αριθ. 417 του 1993 και υπ’ αριθ. 454 του 1991), δίνοντας ζωή σε οργανισμούς που εμπίπτουν στους «κοινωνικούς σχηματισμούς όπου εξελίσσεται η [...] προσωπικότητα» των ατόμων (για τη σύνδεση του άρθρ. 2 με το άρθρ. 18 Συντ., βλ. αποφάσεις υπ’ αριθ. 160 του 2019, υπ’ αριθ. 239 του 1984 και υπ’ αριθ. 190 του 1975). Και σε αυτό το πλαίσιο πρόκειται για ατομικά δικαιώματα που είναι αυστηρά αλληλένδετα και λειτουργικά με την ίδια την ελευθερία των σωματειακών ενώσεων, κάθε είδους, στο βαθμό που διασφαλίζουν ουσιαστικά τη ρυθμιστική και οργανωτική αυτοτέλεια τους (ex multis, αποφάσεις υπ’ αριθ. 173 του 2019, υπ’ αριθ. 32 του 2012 και υπ’ αριθ. 301 του 2003).

Όπως όλα τα συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα, συμπεριλαμβανομένων αυτών που συνδέονται με την ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι που προστατεύεται από το άρθρ. 18 Συντ. -ξεκινώντας από το ρητά αναφερόμενο δικαίωμα του «ελεύθερου συνεταιρίζεσθαι», για το οποίο το Δικαστήριο αυτό έχει υπογραμμίσει τον τυπικό χαρακτήρα των ορίων που μπορεί να του θέσει ο νόμος βάσει της συνταγματικής διάταξης (αποφάσεις υπ’ αριθ. 193 του 1985 και υπ’ αριθ. 69 του 1962)- υπόκεινται σε γενικότερη στάθμιση με άλλα δικαιώματα ή δημόσια συμφέροντα παρόμοιας βαθμίδας (ex multis, αποφάσεις υπ’ αριθ. 173 και υπ’ αριθ. 160 του 2019, υπ’ αριθ. 12 του 1970, καθώς και γενικά τον νόμο 85 του 2013), εφόσον υπάρχει η «απαραίτητη οργανική σύνδεση [του περιορισμού] με τον σκοπό» (απόφαση υπ’ αριθ. 40 του 1982) και η στάθμιση δεν προκύπτει μη εύλογη (συνολικά, απόφαση υπ’ αριθ. 301 του 2003) ή δυσανάλογη. Ειδικότερα, όσον αφορά την εγγύηση της αυτονομίας των σωματείων, αυτό το Δικαστήριο, ενώ αναγνωρίζει ένα όριο που δεν μπορεί να υπερβεί ο νομοθέτης ως προς την ίδια την ύπαρξη ενός ιδιωτικού σωματειακού φορέα, που αποτελεί «τον αδιάρρηκτο πυρήνα της αυτόνομης νομικής (του) σφαίρας» (απόφαση υπ’ αριθ. 282 του 2004, με την οποία κηρύχθηκε συνταγματικά παράνομη η διάταξη που προέβλεπε τον περιορισμό του), έκρινε ότι δεν αποτελεί από μόνη της αδικαιολόγητη παρέμβαση στην αυτόνομη οργάνωση ή δραστηριότητα του σωματειακού φορέα νομοθεσία που περιέχει περιορισμούς στη σύνθεση των οργάνων διοίκησης ή στη σφαίρα δράσης τους.

Έτσι, για παράδειγμα, αναφορικά με τα τραπεζικά ιδρύματα, το Δικαστήριο αυτό είχε την ευκαιρία να διευκρινίσει ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί συνταγματικά παράνομη, ούτε η πρόβλεψη «σημαντικής παρουσίας στο όργανο διοίκησης προσώπων που εκφράζουν τους τοπικούς φορείς», λόγω της ανάγκης σύνδεσης με την εντόπια πραγματικότητα, ούτε η πρόβλεψη ενός εκτεταμένου καθεστώτος ασυμβατότητας μεταξύ των λειτουργιών διοίκησης και διαχείρισης σε ιδρύματα με παρόμοιες λειτουργίες σε άλλες εταιρείες που δραστηριοποιούνται στον τραπεζικό κλάδο, με στόχο τη διακοπή των δεσμών μεταξύ της θυγατρικής τράπεζας και του ιδρύματος (απόφαση υπ’ αριθ. 301 του 2003).

Από την άλλη, εξάλλου, έχει κριθεί ότι δεν συνιστά αδικαιολόγητη παρέμβαση στην άσκηση της ελευθερίας του συνεταιρίζεσθαι ο καθορισμός ορίων σκοπιμότητας στη δραστηριότητα των σωματείων, με τους ίδιους όρους που τέτοια όρια μπορούν να τεθούν στη δραστηριότητα του ατόμου, όπως όταν πρόκειται για την άσκηση οικονομικών ελευθεριών, οι οποίες «υπόκεινται σε ευρύτερα και πιο διεισδυτικά όρια και ελέγχους από αυτούς που έχουν διαμορφωθεί σε σχέση με την ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι καθαυτή» (απόφαση υπ’ αριθ. 417 του 1993). Μάλιστα αναφέρεται και σε αυτές τις περιπτώσεις, των «συνταγματικά δικαιολογημένων ορίων, με στόχο τον αποκλεισμό του ατόμου από τη χρήση της ελευθερίας του συνεταιρίζεσθαι για την επιδίωξη σκοπών που υπόκεινται σε ειδικές δημόσιες αρχές», και επομένως όχι με σκοπό να επηρεάσει «το ουσιαστικό και τυπικό περιεχόμενο της ελευθερίας του συνεταιρίζεσθαι που εγγυάται το άρθρ. 18 του Συντάγματος» (ibidem).

Ως εκ τούτου, ορθώς, στα εισαγωγικά έγγραφα της παρούσας δίκης, το παραπέμπον δικαστήριο αναφέρει ότι ένα όριο στις θητείες για την ανάληψη ομοσπονδιακών θέσεων μπορεί να είναι αφηρημένα αποδεκτό. Ενώ δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή η άποψη που υποστήριξε η ΙΟΑΥ-FITP στο δικόγραφό της, σύμφωνα με την οποία ο προσβαλλόμενος κανόνας είναι συνταγματικά παράνομος για μόνο το γεγονός της επιβολής ορίου στις θητείες της διοίκησης σε ιδιωτικά σωματεία, ανεξάρτητα από τη συγκεκριμένη διαμόρφωση του ίδιου του ορίου.

Επιπλέον των όσων παρατηρήθηκαν ανωτέρω σχετικά με την ανάγκη στάθμισης των διαφορετικών δικαιωμάτων που περιέχονται στο άρθρ. 18 Σύντ. με άλλα συνταγματικά συμφέροντα, πρέπει να επαναληφθεί (βλ. σημείο 6.1.) ότι οι εθνικές αθλητικές ομοσπονδίες, παρά το γεγονός ότι είναι νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, ασκούν επίσης λειτουργίες δημοσίου συμφέροντος, σε σχέση με τις οποίες αυτά τα «τυπικά ιδιωτικά νομικά πρόσωπα» «κατατάσσονται σε ένα οργανωτικό δομικό σύστημα και μια νομική μορφή (και όχι έκφραση ιδιωτικής αυτονομίας) διοικητικής φύσης» (Συμβούλιο της Επικρατείας, πέμπτο τμήμα, απόφαση της 12ης Φεβρουαρίου 2019, υπ’ αριθ. 1006), γεγονός που μπορεί να δικαιολογήσει συγκεκριμένες νομοθετικές επιλογές που, χωρίς να συνεπάγονται πλήρη θυσία της αυτονομίας τέτοιων ενώσεων προσώπων, λαμβάνουν υπόψη τη δημόσια χροιά των συμφερόντων που τους έχουν ανατεθεί (για τη συνάφεια των οποίων βλ. απόφαση υπ’ αριθ. 160 του 2019).

6.3.- Ως εκ τούτου, εκτός του ότι η συνταγματική κατοχύρωση της ελευθερίας του συνεταιρίζεσθαι παρεμποδίζει κάθε νομοθετική παρέμβαση που περιορίζει την οργανωτική αυτονομία του φορέα, η εξέταση της συνταγματικής νομιμότητας των μέτρων αυτού του τύπου έχει τη μορφή επαλήθευσης ότι η στάθμιση που πραγματοποιήθηκε συγκεκριμένα με αυτά δεν είναι μη εύλογη και δυσανάλογη, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τον επιδιωκόμενο στόχο και τα μέσα που επιλέχθηκαν για την επίτευξή του.

Ως προς αυτό μπορεί να παρατηρηθεί ότι -ενώ κανονικά ο σκοπός που επιδιώκεται από διατάξεις που θέτουν όρια στην ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι αντιστοιχεί σε συγκεκριμένο συνταγματικό συμφέρον, διαφορετικό από την ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι, και υποθετικά ακόμη και σε αντίθεση με αυτήν- η ιδιαιτερότητα του προσβαλλόμενου κανόνα είναι ότι εισάγει ένα μέτρο που είναι επίσης λειτουργικό, σε τελική ανάλυση, για την προστασία αυτής της ίδιας ελευθερίας. Ο στόχος που επιδιώκεται με την επιρροή στο καθεστώς υποβολής υποψηφιότητας είναι, στην πραγματικότητα, η διευκόλυνση της πρόσβασης όλων των μελών με συνθήκες ισότητας προς τις διοικητικές θέσεις, και άρα, εν τέλει, η προώθηση της ίδιας της οργανωτικής αυτονομίας του σωματείου να εκφραστεί στην πληρότητά του, υπερβαίνοντας εσωτερικές αποκρυσταλλώσεις που προκύπτουν από προνόμια λόγω θέσης όσων ασκούσαν ήδη αυτά τα καθήκοντα για μεγάλο χρονικό διάστημα.

Η στάθμιση που πραγματοποιείται κατ' αυτόν τον τρόπο με το εν λόγω μέτρο είναι επομένως εξ ολοκλήρου «εσωτερική», δηλαδή, του ίδιου άρθρ. 18 Συντ., στο βαθμό που η προσβαλλόμενη διάταξη, αφενός, περιορίζει την κανονιστική και οργανωτική αυτονομία των εθνικών αθλητικών ομοσπονδιών και των αθλητικών ενώσεων (αρμόδιες για τη ρύθμιση, στο καταστατικό τους, των εκλογών των οργάνων διοίκησης: άρθρ. 16, παράγραφος 2, του νομοθετικού διατάγματος υπ’ αριθ. 242 του 1999) και τα δικαιώματα των μελών (δηλαδή το δικαίωμα των «μακροχρόνιων» διοικούντων να υποβάλλουν εκ νέου υποψηφιότητα και το δικαίωμα των μελών των γενικών συνελεύσεων να επιλέγουν ελεύθερα ποιον θα ψηφίσουν)· από την άλλη πλευρά, στοχεύει να εγγυηθεί την αποτελεσματική ελεύθερη έκφραση της ίδιας της οργανωτικής αυτονομίας, όπως θα διατυπωθεί παρακάτω στο σημείο 6.4.

Κατά την αξιολόγηση του «προφίλ των υποτιθέμενων αρνητικών επιπτώσεων της απαγόρευσης για τρίτη συνεχόμενη θητεία στη σφαίρα αυτονομίας» ενός προσώπου, στην περίπτωση αυτή όχι ιδιωτικού, αλλά δημόσιου, ακόμη και σωματειακής βάσης, το Δικαστήριο αυτό έχει ήδη ασχοληθεί με μια στάθμιση αυτού του τύπου, στο πλαίσιο της οποίας ο περιορισμός της ελευθερίας υποβολής υποψηφιότητας αποσκοπεί στην καλύτερη διασφάλιση της ίδιας της οργανωτικής αυτονομίας του φορέα (απόφαση υπ’ αριθ. 173 του 2019, που κήρυξε αβάσιμο το ερώτημα που έθεσε ο Εθνικός Δικηγορικός Σύλλογος σε σχέση με το νόμο που προβλέπει την απαγόρευση τρίτης συνεχόμενης θητείας για τους συμβούλους των περιφερειακών δικηγορικών συλλόγων). Στην απόφαση υπογραμμίζεται, ειδικότερα, ότι ο νομοθέτης, «από τη μία πλευρά, περιορίζει αρνητικά την ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι όσων θέλουν να ασκήσουν το δικηγορικό επάγγελμα, από την άλλη, σταθμίζει την αυτονομία, εντούτοις ευρέως αναγνωρισμένη, των ίδιων των οργάνων, προκειμένου να εγγυηθεί ότι κάθε μέλος μπορεί να έχει πρόσβαση σε κοινωνικά καθήκοντα υπό συνθήκες αποτελεσματικής ισότητας», όντας προσωρινό το κώλυμα για την εκ νέου υποψηφιότητα που έχει προφανώς σχεδιαστεί «για να αποφευχθεί η δημιουργία και αποκρυστάλλωση των ομάδων εσωτερικής εξουσίας στο νομικό επάγγελμα ή τουλάχιστον να περιοριστεί η δυνατότητα αυτού, μέσω της εναλλαγής στις αιρετές θέσεις και τη συνακόλουθη διασφάλιση της ισότητας των φωνών στο δικηγορικό επάγγελμα».

Το ερώτημα που έθεσε το παραπέμπον δικαστήριο σε σχέση με άρθρ. 2, 3 και 18 Συντ. καλεί λοιπόν αυτό το Δικαστήριο να εξακριβώσει εάν η επιλογή που έκανε ο νομοθέτης, για την στάθμιση των περιγραφόμενων διαφορετικών συναφών συμφερόντων του άρθρ. 18 Συντ., σέβεται τις αρχές του εύλογου χαρακτήρα και της αναλογικότητας.

6.4.- Το παραπέμπον δικαστήριο προσβάλλει το άρθρ. 16, παράγραφος 2, τελευταίο εδάφιο, του νομοθετικού διατάγματος υπ’ αριθ. 242 του 1999 -υπό την έννοια που τέθηκε ανωτέρω, στο σημείο 3, οριοθετώντας το αντικείμενο της δίκης- στο βαθμό που η «οριστική αδυναμία υποβολής υποψηφιότητας» όσων ενδιαφέρονται να συμμετάσχουν στα τοπικά όργανα διοίκησης, μετά την ολοκλήρωση της τρίτης θητείας, θα αποτελούσε ένα δυσανάλογο και μη εύλογο μέτρο σε σύγκριση με τον σκοπό που έχει θέσει ο νομοθέτης, «ειδικά αν συνεπάγεται επιρροή σε ένα σωματείο ιδιωτικού δικαίου που συμβάλλει στην ανάπτυξη της προσωπικότητας του ατόμου μέσα σε έναν κοινωνικό σχηματισμό όπως η Αθλητική Ομοσπονδία».

Αυτό το Δικαστήριο «κατέστησε σαφές ότι, επί ενός ερωτήματος σχετικά με την στάθμιση μεταξύ δύο δικαιωμάτων, η κρίση περί εύλογου των νομοθετικών επιλογών βασίζεται στο κριτήριο της αναλογικότητας, που απαιτεί την αξιολόγηση για το αν ο υπό εξέταση κανόνας, με το καθορισμένο μέτρο και τις μεθόδους εφαρμογής, είναι απαραίτητος και κατάλληλος για την επίτευξη νόμιμα επιδιωκόμενων σκοπών, καθώς, μεταξύ πολλών κατάλληλων μέτρων, επιβάλλει το λιγότερο περιοριστικό από τα σταθμιζόμενα δικαιώματα και καθιερώνει περιορισμούς που δεν είναι δυσανάλογοι για την επιδίωξη των εν λόγω σκοπών (ex plurimis, αποφάσεις υπ’ αριθ. 260 του 2021, υπ’ αριθ. 20 του 2019 και υπ’ αριθ. 137 του 2018)» (απόφαση υπ’ αριθ. 88 του 2023).

Επομένως, η πρώτη επαλήθευση αφορά τη νομιμότητα του σκοπού που επιδιώκει ο περιοριστικός κανόνας, ο οποίος, όπως φαίνεται, έχει στόχο να «τονώσει και να υποστηρίξει μια […] διοικητική εναλλαγή στην κορυφή των εθνικών αθλητικών ομοσπονδιών», την προστασία «των εθνικών αθλητικών ομοσπονδιών από τον κίνδυνο αποκρυστάλλωσης στη διακυβέρνηση» και «την εγγύηση για την αποτελεσματικότητα και την αξιοπιστία στους αθλητικούς φορείς της Χώρας μας» (έτσι η αιτιολογική έκθεση του νόμου υπ’ αριθ. 361 Α.Σ., που υποβλήθηκε στις 2 Απριλίου 2013). Όπως ήδη αναφέρθηκε, ο κανόνας στοχεύει με αυτόν τον τρόπο να αποφευχθούν τα «προνόμια λόγω θέσης» των «μακροχρόνια» διοικούντων, ώστε να εγγυάται τη συμμετοχή των υποψηφίων με ίσους όρους και τη μεγαλύτερη συμμετοχή στη ζωή του σωματείου (βλ. επίσης τη γνωμοδότηση του συμβουλευτικού τμήματος του Συμβουλίου Εγγύησης της ΙΕΟΕ-CONI υπ’ αριθ. 6 του 2018).

Είναι, επομένως, ένας σκοπός που δεν είναι ούτε αυθαίρετος ούτε προσχηματικός. Λαμβάνοντας υπ’ όψιν -ενδεικτικά- την υπόθεση των περιφερειακών επιτροπών της ΙΟΑΥ-FITP (η ομοσπονδία η οποία εξετάστηκε στην προδικαστική διαδικασία), τον αριθμό και τη σημασία των λειτουργιών που ασκούν (όπως προκύπτει από το άρθρ. 1.4.5 του εσωτερικού κανονισμού της ΙΟΑΥ-FITP που αναφέρεται στην εγκύκλιο υπ’ αριθ. 6 του 2023) και το γεγονός ότι η επιτροπή εκλέγεται από την περιφερειακή συνέλευση (η οποία περιλαμβάνει εκπροσώπους σωματείων-μελών με δικαίωμα ψήφου, αποδέκτες πολλών λειτουργιών της επιτροπής: βλ. άρθρ. 17, 35, 36 και 37 του καταστατικού της ΙΟΑΥ-FITP που ψηφίστηκε στις 16 Οκτωβρίου 2022), μπορεί να θεωρηθεί πιθανό ότι η επανάληψη των θητειών δημιουργεί -ή, τουλάχιστον, μπορεί να δημιουργήσει- «προνόμιο λόγω θέσης», ικανό να μεταβάλλει τη με ίσους όρους συμμετοχή μεταξύ των επίδοξων υποψηφίων στην ίδια περιφερειακή επιτροπή.

Επομένως, η προσβαλλόμενη διάταξη φαίνεται κατάλληλη για να περάσει το πρώτο στάδιο του κριτηρίου της αναλογικότητας (σχετικά με τη νομιμότητα του σκοπού), καθώς αποσκοπεί στην ικανοποίηση συμφερόντων που περιέχονται στα άρθρ. 2, 3 και 18 Σύντ., επιτρέποντας στα μέλη των αθλητικών ομοσπονδιών και των αθλητικών ενώσεων να διεκδικήσουν τις τοπικές διοικητικές θέσεις με πιθανότητες επιτυχίας που δεν επηρεάζονται από την παρουσία «μακροχρόνια» διοικούντων, και με στόχο την αποκατάσταση, μέσω του καθιερωμένου μηχανισμού, αποτελεσματικών ίσων όρων συμμετοχής των μελών, που θα μπορούσαν στην πραγματικότητα να μεταβληθούν από το πιθανολογούμενο πλεονέκτημα που απολαμβάνουν όσοι ασκούν ήδη διοικητικά καθήκοντα. Η διάταξη έτσι τονώνει και ευνοεί -σύμφωνα με την «αρχή της εσωτερικής δημοκρατίας», που το άρθρ. 16, παράγραφος 1 του νομοθετικού διατάγματος υπ’ αριθ. 242 του 1999 θέτει στη βάση της αυτονομίας των ίδιων των αθλητικών ομοσπονδιών- τη μεγαλύτερη συμμετοχή των μελών στα όργανα διοίκησης.

Παράλληλα, και για τους ίδιους λόγους, η εν λόγω απαγόρευση προστατεύει και τα συμφέροντα της ομοσπονδίας, της οποίας η αποτελεσματικότητα και η αμεροληψία θα μπορούσαν να τεθούν σε κίνδυνο από τη συγκρότηση μιας «ομάδας εξουσίας» εντός του διοικητικού οργάνου, το οποίο θέτει σε κίνδυνο την ίδια την αυτονομία της. Ένας σκοπός, αυτός της εγγύησης καλής λειτουργίας και, εν τέλει, της εσωτερικής δημοκρατίας του αυτόνομου οργανισμού, την οποία το Δικαστήριο αυτό έχει αξιολογήσει, παρά το διαφορετικό πλαίσιο των δημοτικών εκλογών για την υποβολή υποψηφιότητας για δήμαρχος, ως περαιτέρω προϊόν των αποτελεσματικών ίσων όρων συμμετοχής μεταξύ των υποψηφίων, της ελευθερίας των ψηφοφόρων, της γνησιότητας του συναγωνισμού και της φυσιολογική εναλλαγής της εκπροσώπησης (απόφαση υπ’ αριθ. 60 του 2023).

6.5.- Εφόσον διαπιστωθεί η νομιμότητα του επιδιωκόμενου σκοπού, είναι απαραίτητο να εξακριβωθεί εάν η προσβαλλόμενη διάταξη εισάγει, μεταξύ των διαφόρων μέτρων που είναι κατάλληλα για την ικανοποίησή του, το λιγότερο περιοριστικό για τα εμπλεκόμενα συμφέροντα, μεταξύ των οποίων ειδικότερα, το συμφέρον των αθλητικών ομοσπονδιών και των αθλητικών ενώσεων να ρυθμίσουν κανονιστικά με ανεξαρτησία την οργάνωση και τους μηχανισμούς κάλυψης των αιρετών θέσεων τους, το δικαίωμα να υποβάλλει υποψηφιότητα κάποιος που έχει ήδη εκτίσει τρεις θητείες και την ελεύθερη επιλογή των μελών της εκλογικής γενικής συνέλευσης.

Το αποτέλεσμα αυτής της αξιολόγησης είναι αρνητικό, δεδομένου ότι η οριστική απαγόρευση που εισάγει η προσβαλλόμενη διάταξη είναι προφανώς υπερβολική σε σχέση με τον σκοπό, που βέβαια επιδιώκεται νόμιμα, όπως προκύπτει από άμεσα στοιχεία από τα ίδια συγκεκριμένα γεγονότα που αποτελούν αντικείμενο της προδικαστικής διαδικασίας.

Στην υπόθεση της Τοσκάνης, ο προσφεύγων του οποίου απορρίφθηκε η υποψηφιότητά του δεν ήταν πλέον μέλος της Περιφερειακής επιτροπής για δώδεκα χρόνια, ενώ στην υπόθεση του Μάρκε ο ενδιαφερόμενος είχε πάψει να είναι μέλος της για ακόμη περισσότερα και από είκοσι. Από αυτό το γεγονός είναι περισσότερο από εύλογο να συναχθεί ότι, και στις δύο υποθέσεις, η υποψηφιότητα δεν θα μπορούσε εύλογα ούτε να θέσει σε κίνδυνο τους ίσους όρους συμμετοχής των υποψηφίων ούτε να θέσει σε κίνδυνο την απαίτηση για εναλλαγή στις διοικητικές θέσεις του σωματείου, και ότι, σε κάθε περίπτωση, τόσο περισσότερο εμφανίζεται η απαγόρευση μη εύλογη όσο ο χρόνος της νέας υποψηφιότητας είναι πιο απομακρυσμένος από αυτόν της ολοκλήρωσης της τελευταίας θητείας.

Γενικότερα, είναι ο δραστικός χαρακτήρας ενός μέτρου όπως η οριστική και αμετάκλητη απαγόρευση κατοχής διοικητικών θέσεων σε σωματεία ιδιωτικού δικαίου (οι τοπικές δομές αθλητικών ομοσπονδιών και αθλητικών ενώσεων, στην περίπτωση της προσβαλλόμενης διάταξης) επειδή κάποιος κατείχε ήδη τις ίδιες θέσεις στο παρελθόν για μια δεδομένη περίοδο, η οποία οδηγεί σε περιορισμό των σχετικών συμφερόντων πέραν του αναγκαίου, προσδιορίζοντας τη σύγκρουσή του με την αρχή της αναλογικότητας. Ο στόχος που επιδιώκει η διάταξη, να ενθαρρύνει την εναλλαγή και να περιορίσει τα προνόμια λόγω θέσης μπορεί στην πραγματικότητα -και επομένως πρέπει- να επιδιωχθεί με διάφορους τρόπους που περιορίζουν στο βαθμό που είναι απολύτως απαραίτητο τη θυσία του συμφέροντος του επίδοξου υποψηφίου που κατείχε στο παρελθόν διοικητικές θέσεις.

Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με διάφορους τρόπους, που παραμένουν στη διακριτική ευχέρεια του νομοθέτη ο οποίος είναι υπεύθυνος να προσδιορίσει το καταλληλότερο μέτρο για την στάθμιση των συμφερόντων που διακυβεύονται, έτσι ώστε κανένα από αυτά να μην θυσιαστεί πέραν του αναγκαίου. Έτσι, για παράδειγμα, η στάθμιση που πραγματοποιήθηκε με την πρόβλεψη της απαγόρευσης της τρίτης διαδοχικής θητείας για τους συμβούλους των περιφερειακών δικηγορικών συλλόγων κρίθηκε από αυτό το Δικαστήριο εύλογη, λόγω του προσωρινού χαρακτήρα του άμεσου κωλύματος στην επιδίωξη θεμιτού σκοπού (απόφαση υπ’ αριθ. 173 του 2019).

6.6.- Μια ακόμη χροιά μη εύλογου χαρακτήρα της προσβαλλόμενης διάταξης προκύπτει όταν λάβουμε υπ’ όψιν την ιδιαίτερη υπόθεση των τοπικών φορέων (ιδιαίτερα των μικρών ομοσπονδιών και των αθλητικών ενώσεων). Η προσβαλλόμενη απαγόρευση, πράγματι, κινδυνεύει να δημιουργήσει δυσκολίες στην εύρεση υποψηφίων (όπως πιστοποιείται από τα έγγραφα που κατατέθηκαν από ορισμένους γνωμοδοτούντες: βλέπε σημείο 4 των Πραγματικών γεγονότων), λαμβάνοντας υπ’ όψιν και τον άμισθο χαρακτήρα των εν λόγω θέσεων (όπως προβλέπεται στο σημείο 7.5 των «Θεμελιωδών αρχών των καταστατικών των εθνικών αθλητικών ομοσπονδιών και των αθλητικών ενώσεων», όπως εγκρίθηκε με ψήφισμα του Εθνικού Συμβουλίου της ΙΕΟΕ-CONI στις 9 Μαρτίου 2022, υπ’ αριθ. 1708). Με συνέπεια ένα μέτρο που στοχεύει στην προώθηση της μεγαλύτερης συμμετοχής στη σωματειακή ζωή να μπορεί να καταλήξει να παράγει το αντίθετο αποτέλεσμα αφού, σε περίπτωση που δεν καταστεί δυνατή η συγκρότηση της περιφερειακής επιτροπής, προβλέπεται ο ορισμός επιτρόπου (βλ., για παράδειγμα, άρθρ. 39 του καταστατικού της ΙΟΑΥ-FITP).


7.- Έχοντας διαπιστώσει τη συνταγματική παρανομία, για τους λόγους που εκτίθενται, της προσβαλλομένης διάταξης (άρθρ. 16 παρ. 2, τελευταίο εδάφιο, του νομοθετικού διατάγματος υπ’ αριθ. 242 του 1999), είναι απαραίτητο να παρατηρήσουμε πώς, το τροποποιημένο κείμενο που βρίσκεται σε ισχύ (όπως προκύπτει από το άρθρ. 39-α του Ν.Δ. 75 του 2023, όπως τροποποιήθηκε), δεν θεσπίζει πλέον την απαγόρευση της υποβολής υποψηφιότητας πέραν της τρίτης θητείας για τις διοικητικές θέσεις στις τοπικές δομές των εθνικών αθλητικών ομοσπονδιών και των αθλητικών ενώσεων, αλλά επεκτείνεται στους προέδρους και στα μέλη των οργάνων διοίκησης των τοπικών δομών των ομοσπονδιών και των αθλητικών ενώσεων η αρχή που καθιερώνεται σήμερα από το άρθρ. 16, παράγραφος 2, η οποία δεν περιέχει πλέον την απαγόρευση που προσβάλλεται από το παραπέμπον δικαστήριο.

Έτσι λοιπόν πρέπει να κηρυχθεί η συνταγματική παρανομία του άρθρ. 16, παράγραφος 2, τελευταίο εδάφιο, του νομοθετικού διατάγματος υπ’ αριθ. 242 του 1999, με αναφορά στη φράση «, καθώς και στους προέδρους και τα μέλη των οργάνων διοίκησης των τοπικών δομών των εθνικών αθλητικών ομοσπονδιών και αθλητικών ενώσεων», κατά το μέρος στο οποίο επέκτεινε στα εν λόγω τοπικά όργανα την απαγόρευση που θέτει το άρθρ. 16, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του ίδιου νομοθετικού διατάγματος υπ’ αριθ. 242 του 1999, στο κείμενο που ίσχυε πριν τις τροποποιήσεις που έγιναν από το άρθρ. 39-α του νομοθετικού διατάγματος υπ’ αριθ. 75 του 2023, όπως τροποποιήθηκε.


8.- Τα ερωτήματα που αφορούν τις υπόλοιπες παραμέτρους που επικαλείται το παραπέμπον δικαστήριο (άρθρ. 117, πρώτη παράγραφος, Συντ., σε σχέση με το άρθρ. 11 ΕΣΔΑ, άρθρ. 41, 42 και 48 Συντ.) συνενώνονται.


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ


ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ


συνεκδικάζει τις αιτήσεις,


1) κηρύσσει τη συνταγματική παρανομία του άρθρ. 16, παράγραφος 2, τελευταίο εδάφιο, του νομοθετικού διατάγματος της 23ης Ιουλίου 1999, υπ’ αριθ. 242 (Αναδιοργάνωση της Ιταλικής Εθνικής Ολυμπιακής Επιτροπής – ΙΕΟΕ-CONI, σύμφωνα με το άρθρο 11 του νόμου της 15ης Μαρτίου 1997, υπ’ αριθ. 59), με αναφορά στη φράση «, καθώς και στους προέδρους και τα μέλη των οργάνων διοίκησης των τοπικών δομών των εθνικών αθλητικών ομοσπονδιών και αθλητικών ενώσεων», κατά το μέρος στο οποίο επέκτεινε στα εν λόγω τοπικά όργανα την απαγόρευση που θέτει το άρθρ. 16, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του νομοθετικού διατάγματος υπ’ αριθ. 242 του 1999, στο κείμενο που ίσχυε πριν τις τροποποιήσεις που έγιναν από το άρθρ. 39-α του νομοθετικού διατάγματος της 22ας Ιουνίου 2023, υπ’ αριθ. 75, για «Επείγουσες διατάξεις σχετικά με την οργάνωση της δημόσιας διοίκησης, τη γεωργία, τον αθλητισμό, την εργασία και για τη διοργάνωση του Ιωβηλαίου της Καθολικής Εκκλησίας για το έτος 2025», που μετατράπηκε, με τροποποιήσεις, στο νόμο της 10ης Αυγούστου 2023, υπ’ αριθ. 112·

2) κηρύσσει απαράδεκτα τα ερωτήματα για συνταγματική νομιμότητα του άρθρ. 16, παράγραφοι 1 και 2, του νόμου της 11ης Ιανουαρίου 2018, υπ’ αριθ. 8, για «Τροποποιήσεις στο νομοθετικό διάταγμα της 23ης Ιουλίου 1999, υπ’ αριθ. 242, σχετικά με τα όρια στην ανανέωση των θητειών των οργάνων της Ιταλικής Εθνικής Ολυμπιακής Επιτροπής (ΙΕΟΕ-CONI) και των εθνικών αθλητικών ομοσπονδιών, και στο νομοθετικό διάταγμα της 27ης Φεβρουαρίου 2017, υπ’ αριθ. 43, σχετικά με τα όρια στην ανανέωση θητειών στην Ιταλική Παραολυμπιακή Επιτροπή (ΙΠΕ-CIP), στις παραολυμπιακές αθλητικές ομοσπονδίες, σε παραολυμπιακούς αθλητικούς κλάδους και σε φορείς προώθησης παραολυμπιακών αθλημάτων» που τέθηκαν, αναφορικά με τα άρθρ. 2, 3, 18, 41, 42, 48 και 117, πρώτη παράγραφος, του Συντάγματος, το τελευταίο σε σχέση με το άρθρ. 11 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και το άρθρ. 12 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, από το Περιφερειακό Διοικητικό Δικαστήριο του Λάτσιο, πρώτο τμήμα, με τις μη οριστικές αποφάσεις που περιγράφονται στο επίγραμμα·

3) κηρύσσει απαράδεκτα τα ερωτήματα για συνταγματική νομιμότητα του άρθρ. 16, παράγραφος 2, τελευταίο εδάφιο, του νομοθετικού διατάγματος υπ’ αριθ. 242 του 1999, που τέθηκαν, αναφορικά με το άρθρ. 117, πρώτη παράγραφος, Συντ., σε σχέση με το άρθρ. 12 ΧΘΔΕΕ, από το Περιφερειακό Διοικητικό Δικαστήριο του Λάτσιο, πρώτο τμήμα, με τις μη οριστικές αποφάσεις που περιγράφονται στο επίγραμμα.


Έτσι αποφασίστηκε στη Ρώμη, στην έδρα του Συνταγματικού Δικαστηρίου, Palazzo della Consulta, στις 5 Ιουλίου 2023.


bottom of page